μαυρός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
μαυρός
μαυρός
μαυρόν
Structure:
μαυρ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- barely seen, dim, faint, shadowy
- dark
- sightless, blind
- unknown, uncertain, obscure
- inconspicuous
- weak, feeble
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐγὼ γοῦν ἤκουσά τινοσ τὴν μὲν ἐπ̓ Εὐρώπῳ μάχην ἐν οὐδ̓ ὅλοισ ἑπτὰ ἔπεσι παραδραμόντοσ, εἴκοσι δὲ μέτρα ἢ ἔτι πλείω ὕδατοσ ἀναλωκότοσ ἐσ ψυχρὰν καὶ οὐδὲν ἡμῖν προσήκουσαν διήγησιν, ὡσ Μαῦρόσ τισ ἱππεὺσ Μαυσάκασ τοὔνομα ὑπὸ δίψουσ πλανώμενοσ ἀνὰ τὰ ὄρη καταλάβοι Σύρουσ τινὰσ τῶν ἀγροίκων, ἄριστον παρατιθεμένουσ, καὶ ὅτι τὰ μὲν πρῶτα ἐκεῖνοι φοβηθεῖεν αὐτόν, εἶτα μέντοι μαθόντεσ ὡσ τῶν φίλων εἰή κατεδέξαντο καὶ εἱστίασαν· (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 281)
- ἅπερ εἰ μὴ ἐνεγέγραπτο ἐπιμελῶσ τῇ ἱστορίᾳ, μεγάλα ἂν ἡμεῖσ ἠγνοηκότεσ ἦμεν, καὶ ἡ ζημία Ῥωμαίοισ ἀφόρητοσ, εἰ Μαυσάκασ ὁ Μαῦροσ διψῶν μὴ εὑρ͂ε πιεῖν, ἀλλ̓ ἄδειπνοσ ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 28 1:3)
- ὡσ καὶ αὐλητρὶσ ἧκεν ἐκ τῆσ πλησίον κώμησ αὐτοῖσ καὶ ὡσ δῶρα ἀλλήλοισ ἀντέδοσαν, ὁ Μαῦροσ μὲν τῷ Μαλχίωνι λόγχην, ὁ δὲ τῷ Μαυσάκᾳ πόρπην, καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα τῆσ ἐπ̓ Εὐρώπῳ μάχησ αὐτὰ δὴ τὰ κεφάλαια. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 28 2:1)
- δυμ ηαεξ αγυντυρ, ιν αφριξα ξοντρα δυοσ γορδιανοσ ξαπελιανυσ θυιδαμ, γορδιανο ετ ιν πριϝατα ϝιτα σεμπερ αδϝερσυσ ετ αβ ιπσο ιμπερατορε ιαμ ξυμ μαυροσ μαχιμινι ιυσσυ ρεγερετ ϝετερανυσ διμισσυσ, ξονλεξτισ μαυρισ ετ τυμυλτυαρια μανυ αξξεπτο α γορδιανο συξξεσσορε ξαρτηαγινεμ πετιιτ, αδ θυεμ ομνισ φιδε πυνιξα ξαρτηαγινιενσιυμ ποπυλυσ ινξλιναϝιτ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, gordiani tres, chapter 15 1:1)
Synonyms
-
barely seen
-
dark
- σκοτόεις (dark)
- σκότιος (dark)
- σκότιος (dark)
- σκοτώδης (dark)
- σκοταῖος (in the dark)
- ἀμαυρός (dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- κυανωπός (dark-looking)
- σκοτοειδής (dark-looking)
- ἀμαυρόβιος (living in darkness)
- μελαμπέταλος (dark-leaved)
- μελάμφυλλος (dark-leaved, dark with leaves)
- κυανόθριξ (dark-haired)
- ἰοβόστρυχος (dark-haired)
- σκιερός (dark-coloured)
- περκνός (dark coloured)
- καρύκινος (dark-red)
- μέλας (dark, black)
- μελάγχιμος (black, dark)
- Κρόνιος (of the dark ages)
- ἐπίπερκνος (somewhat dark)
- σκοταῖος (dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκοτεινός (dark, obscure)
- κυανόστολος (dark-robed)
- κυανώπης (dark-eyed)
- κυανοβλέφαρος (dark-eyed)
- κυαναυγής (dark-gleaming)
- μελαναυγής (dark-gleaming)
- κυανόπεπλος (dark-veiled)
- κυάνεος (dark-blue)
- ἐρεβεννός (dark, gloomy)
- αἰνιγματώδης (riddling, dark)
- σκνιπαῖος (dark, in the twilight)
- κυανόφρυς (dark-browed)
- ἐπίσκοτος (in the dark, darkened)
- κνεφαῖος (dark, dusky)
-
sightless
-
unknown
-
inconspicuous
-
weak