Ancient Greek-English Dictionary Language

μαυρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαυρός μαυρός μαυρόν

Structure: μαυρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. barely seen, dim, faint, shadowy
  2. dark
  3. sightless, blind
  4. unknown, uncertain, obscure
  5. inconspicuous
  6. weak, feeble

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἦλθε δ’ ὁ μαυρὰ βλέψασ ἐκ πελίων νωδὸσ ἐπισκυνίων, ὁ τριχιδιφθερίασ, μονολήκυθοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 7 1:2)
  • "αλβαμ συβσεριξαμ υναμ ξυμ πυρπυρα γιρβιτανα, συβαρμαλεμ υνυμ ξυμ πυρπυρα μαυρα, νοταριυμ, θυεμ ρεφυνδατ, υνυμ, στρυξτορεμ, θυεμ ρεφυνδατ, υνυμ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, divus claudius, chapter 14 2:7)
  • "αυρελιανο, ξυι ξονσυλατυμ δετυλιμυσ, οβ παυπερτατεμ, θυα ιλλε μαγνυσ εστ, ξετερισ μαιορ, δαβισ αδ εδιτιονεμ ξιρξενσιυμ αυρεοσ αντονινιανοσ τρεξεντοσ, αργεντεοσ πηιλιππεοσ μινυτυλοσ τρια μιλια, ιν αερε σεστερτιυμ θυινθυαγιεσ, τυνιξασ μυλτιξιασ ϝιριλεσ δεξεμ, λινεασ αεγψπτιασ ϝιγιντι, μαντελια ξψπρια παρια δυο, ταπετια ατρα δεξεμ, στραγυλα μαυρα δεξεμ, πορξοσ ξεντυμ, οϝεσ ξεντυμ, ξονϝιϝιυμ αυτεμ πυβλιξυμ εδι ιυβεβισ σενατοριβυσ ετ εθυιτιβυσ ρομανισ, ηοστιασ μαιορεσ δυασ, μινορεσ θυαττυορ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, divus aurelianus, chapter 12 1:3)

Synonyms

  1. barely seen

  2. dark

  3. sightless

  4. unknown

  5. inconspicuous

  6. weak

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION