μαυρός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
μαυρός
μαυρός
μαυρόν
Structure:
μαυρ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- barely seen, dim, faint, shadowy
- dark
- sightless, blind
- unknown, uncertain, obscure
- inconspicuous
- weak, feeble
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἦλθε δ’ ὁ μαυρὰ βλέψασ ἐκ πελίων νωδὸσ ἐπισκυνίων, ὁ τριχιδιφθερίασ, μονολήκυθοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 7 1:2)
- "αλβαμ συβσεριξαμ υναμ ξυμ πυρπυρα γιρβιτανα, συβαρμαλεμ υνυμ ξυμ πυρπυρα μαυρα, νοταριυμ, θυεμ ρεφυνδατ, υνυμ, στρυξτορεμ, θυεμ ρεφυνδατ, υνυμ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, divus claudius, chapter 14 2:7)
- "αυρελιανο, ξυι ξονσυλατυμ δετυλιμυσ, οβ παυπερτατεμ, θυα ιλλε μαγνυσ εστ, ξετερισ μαιορ, δαβισ αδ εδιτιονεμ ξιρξενσιυμ αυρεοσ αντονινιανοσ τρεξεντοσ, αργεντεοσ πηιλιππεοσ μινυτυλοσ τρια μιλια, ιν αερε σεστερτιυμ θυινθυαγιεσ, τυνιξασ μυλτιξιασ ϝιριλεσ δεξεμ, λινεασ αεγψπτιασ ϝιγιντι, μαντελια ξψπρια παρια δυο, ταπετια ατρα δεξεμ, στραγυλα μαυρα δεξεμ, πορξοσ ξεντυμ, οϝεσ ξεντυμ, ξονϝιϝιυμ αυτεμ πυβλιξυμ εδι ιυβεβισ σενατοριβυσ ετ εθυιτιβυσ ρομανισ, ηοστιασ μαιορεσ δυασ, μινορεσ θυαττυορ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, divus aurelianus, chapter 12 1:3)
Synonyms
-
barely seen
-
dark
- σκοτόεις (dark)
- σκότιος (dark)
- σκότιος (dark)
- σκοτώδης (dark)
- σκοταῖος (in the dark)
- ἀμαυρός (dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- κυανωπός (dark-looking)
- σκοτοειδής (dark-looking)
- ἀμαυρόβιος (living in darkness)
- μελαμπέταλος (dark-leaved)
- μελάμφυλλος (dark-leaved, dark with leaves)
- κυανόθριξ (dark-haired)
- ἰοβόστρυχος (dark-haired)
- σκιερός (dark-coloured)
- περκνός (dark coloured)
- καρύκινος (dark-red)
- μέλας (dark, black)
- μελάγχιμος (black, dark)
- Κρόνιος (of the dark ages)
- ἐπίπερκνος (somewhat dark)
- σκοταῖος (dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκοτεινός (dark, obscure)
- κυανόστολος (dark-robed)
- κυανώπης (dark-eyed)
- κυανοβλέφαρος (dark-eyed)
- κυαναυγής (dark-gleaming)
- μελαναυγής (dark-gleaming)
- κυανόπεπλος (dark-veiled)
- κυάνεος (dark-blue)
- ἐρεβεννός (dark, gloomy)
- αἰνιγματώδης (riddling, dark)
- σκνιπαῖος (dark, in the twilight)
- κυανόφρυς (dark-browed)
- ἐπίσκοτος (in the dark, darkened)
- κνεφαῖος (dark, dusky)
-
sightless
-
unknown
-
inconspicuous
-
weak