- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μανία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: maniā 고전 발음: [마니아:] 신약 발음: [마니아]

기본형: μανία μανίας

형태분석: μανι (어간) + α (어미)

  1. 광기, 분노, 제정신이 아닌 상태, 미침
  2. 강제, 강요, 강박
  1. madness, frenzy, enthusiasm
  2. mad desire, compulsion

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μανία

광기가

μανία

광기들이

μανίαι

광기들이

속격 μανίας

광기의

μανίαιν

광기들의

μανιῶν

광기들의

여격 μανίᾳ

광기에게

μανίαιν

광기들에게

μανίαις

광기들에게

대격 μανίαν

광기를

μανία

광기들을

μανίας

광기들을

호격 μανία

광기야

μανία

광기들아

μανίαι

광기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτος ἦν ὃν ἔσχομέν ποτε εἰς γέλωτα καὶ εἰς παραβολὴν ὀνειδισμοῦ οἱ ἄφρονες. τὸν βίον αὐτοῦ ἐλογισάμεθα μανίαν καὶ τὴν τελευτὴν αὐτοῦ ἄτιμον. (Septuagint, Liber Sapientiae 5:4)

    (70인역 성경, 지혜서 5:4)

  • σκοπὸς Ἐφραὶμ μετὰ Θεοῦ. προφήτης, παγὶς σκολιὰ ἐπὶ πάσας τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ. μανίαν ἐν οἴκῳ Κυρίου κατέπηξαν. (Septuagint, Prophetia Osee 9:8)

    (70인역 성경, 호세아서 9:8)

  • ὦ νεανίαι, φιλοφρόνως ἐγὼ καθ ἑνὸς ἑκάστου ὑμῶν θαυμάζω, τὸ κάλλος καὶ τὸ πλῆθος τοσούτων ἀδελφῶν ὑπερτιμῶν, οὐ μόνον συμβουλεύω μὴ μανῆναι τὴν αὐτὴν τῷ προβασανισθέντι γέροντι μανίαν, ἀλλὰ καὶ παρακαλῶ συνείξαντάς μου τῇ συμβουλίᾳ τῆς ἐμῆς ἀπολαῦσαι φιλίας. (Septuagint, Liber Maccabees IV 8:5)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 8:5)

  • μὴ συμμανῇς καὶ σὺ τοῖς ἀδελφοῖς σου τὴν αὐτὴν μανίαν, ἀλλὰ πεισθεὶς τῷ βασιλεῖ, σῷζε σεαυτόν. (Septuagint, Liber Maccabees IV 10:13)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 10:13)

  • καὶ σὺ δὴ ᾧτινι μὲν τῶν τοῖς ὀρχησταῖς συνόντων κιναίδων ἐοίκας οὐκ ἂν εἴποιμι, ὅτι δὲ μανίαν ἐρρωμένην ἔτι καὶ νῦν μαίνεσθαι δοκεῖς ἅπασιν ἐπ ἐκείνῃ τῇ εἰκόνι, πάνυ σαφῶς οἶδα. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 22:1)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 22:1)

유의어

  1. 강제

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION