Ancient Greek-English Dictionary Language

μαλθακός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαλθακός μαλθακή μαλθακόν

Structure: μαλθακ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: malako/s with q inserted

Sense

  1. soft, on soft cushions
  2. faint-hearted, remiss, cowardly, weak, feeble
  3. soft, gentle, mild, gently

Examples

  • ἐγὼ δὲ μὴ οὕτω μανείην, ὡσ τὰ χείλη προσενεγκεῖν τῷ μαλθακῷ τούτῳ Φρυγὶ οὕτωσ ἐκτεθηλυμένῳ. (Lucian, Dialogi deorum, 5:4)
  • χρυσὸν μὲν καὶ ἄργυρον ὥσπερ τοὺσ ἄλλουσ λίθουσ περιορῶν ὑπερβαίνω, ταῖσ δὲ σαῖσ χλανίσι καὶ τάπησιν οὐδὲν ἂν μὰ Δί’ ἥδιον ἢ βαθεῖ καὶ μαλθακῷ πηλῷ μεστὸσ ὢν ἐγκατακλιθείην ἀναπαυόμενοσ. (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 6 11:1)
  • εἰμὶ δ’ ἄσχολοσ ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ, μὴ κόροσ ἐλθὼν κνίσῃ. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 8 9:1)
  • Ἢν δέ σοι κατάπυκνοσ ἡ κοιλίη δοκέῃ εἶναι, μαλθακῷ κλύσματι ὑπόκλυζε. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 24.2)
  • Ἢν δὲ ὁ ἀρχὸσ ἐκπίπτῃ, ἀνώσασ σπόγγῳ μαλθακῷ, καὶ καταχρίσασ κοχλίῃ, τῶν χειρῶν δήσασ, ἐκκρέμασον ὀλίγον χρόνον, καὶ εἴσεισιν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.1)

Synonyms

  1. soft

  2. faint-hearted

  3. soft

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION