헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μάγειρος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μάγειρος μαγείρου

형태분석: μαγειρ (어간) + ος (어미)

  1. 요리사
  2. 백정, 도살자
  1. cook
  2. butcher

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μάγειρος

요리사가

μαγείρω

요리사들이

μάγειροι

요리사들이

속격 μαγείρου

요리사의

μαγείροιν

요리사들의

μαγείρων

요리사들의

여격 μαγείρῳ

요리사에게

μαγείροιν

요리사들에게

μαγείροις

요리사들에게

대격 μάγειρον

요리사를

μαγείρω

요리사들을

μαγείρους

요리사들을

호격 μάγειρε

요리사야

μαγείρω

요리사들아

μάγειροι

요리사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσ γὰρ οἱ μάγειροι φορὰν εὔχονται βοσκημάτων οἱ δ’ ἁλιεῖσ ἰχθύων, οὕτωσ οἱ πολυπράγμονεσ εὔχονται φορὰν κακῶν καὶ πλῆθοσ πραγμάτων καὶ καινότητασ καὶ μεταβολάσ, ἵν’ ἀεὶ τι θηρεύειν καὶ κατακόπτειν ἔχωσιν. (Plutarch, De curiositate, section 8 1:6)

    (플루타르코스, De curiositate, section 8 1:6)

  • ὡσ γὰρ οἱ μάγειροι φορὰν εὔχονται βοσκημάτων οἱ δ’ ἁλιεῖσ ἰχθύων, οὕτωσ οἱ πολυπράγμονεσ εὔχονται φορὰν κακῶν καὶ πλῆθοσ πραγμάτων καὶ καινότητασ καὶ μεταβολάσ, ἵν’ ἀεί τι θηρεύειν καὶ κατακόπτειν ἔχωσιν. (Plutarch, De curiositate, section 8 2:2)

    (플루타르코스, De curiositate, section 8 2:2)

  • ’ εἵποντο γοῦν αὐτῷ χίλιοι μάγειροι καὶ ὀρνιθευταί. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 58 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 58 2:1)

  • "ἀληθινοῦ δ’ Ἔρωτοσ οὐδ’ ὁτιοῦν τῇ γυναικωνίτιδι μέτεστιν, οὐδ’ ἐρᾶν ὑμᾶσ ἔγωγέ φημι τοὺσ γυναιξὶ προσπεπονθότασ ἢ παρθένοισ, ὥσπερ οὐδὲ μυῖαι γάλακτοσ οὐδὲ μέλιτται κηρίων ἐρῶσιν, οὐδὲ σιτευταὶ καὶ μάγειροι φίλα φρονοῦσι πιαίνοντεσ ὑπὸ σκότῳ μόσχουσ καὶ ὄρνιθασ. (Plutarch, Amatorius, section 4 2:3)

    (플루타르코스, Amatorius, section 4 2:3)

  • τῷ δὲ μάγειροι μὲν φόρεον πλῆσάν τε τραπέζασ, οἷσ ἐπιτετράφαται μέγασ οὐρανὸσ ὀπτανιάων ἠμὲν ἐπισπεῦσαι δείπνου χρόνον ἠδ’ ἀναμεῖναι ἔνθ’ ἄλλοι πάντεσ λαχάνοισ ἐπὶ χεῖρασ ἰάλλον, ἀλλ’ ἐγὼ οὐ πιθόμην, ἀλλ’ ἤσθιον εἴδατα πάντα, βολβοὺσ ἀσπάραγόν τε καὶ ὄστρεα μυελόεντα, ὠμοτάριχον ἐῶν χαίρειν, Φοινίκιον ὄψον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 5:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 5:1)

  • οὐ παντελῶσ εὐκαταφρόνητοσ ἡ τέχνη, ἂν κατανοήσῃσ, ἐστὶν ἡμῶν, Δημύλε, ἀλλὰ πέπλυται τὸ πρᾶγμα, καὶ πάντεσ σχεδὸν εἶναι μάγειροί φασιν οὐδὲν εἰδότεσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 222)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 222)

유의어

  1. 요리사

  2. 백정

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION