- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λοπάς?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: lopas 고전 발음: [로빠] 신약 발음: [로빠]

기본형: λοπάς λοπάδος

형태분석: λοπαδ (어간) + ς (어미)

  1. 접시, 넓은 접시, 쟁반
  1. flat dish, plate
  2. pan
  3. A plant disease

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λοπάς

접시가

λοπάδε

접시들이

λοπάδες

접시들이

속격 λοπάδος

접시의

λοπάδοιν

접시들의

λοπάδων

접시들의

여격 λοπάδι

접시에게

λοπάδοιν

접시들에게

λοπάσι(ν)

접시들에게

대격 λοπάδα

접시를

λοπάδε

접시들을

λοπάδας

접시들을

호격 λοπά

접시야

λοπάδε

접시들아

λοπάδες

접시들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τάχα δὲ καὶ ὑμεῖς, ἄνδρες φίλοι, ἑκόντες παρελίπετε ὡς ἱερόν τινα ἰχθὺν τὸν παρ Ἐφίππῳ τῷ κωμῳδιοποιῷ, ὅν φησι τῷ Γηρυόνῃ σκευάζεσθαι ἐν τῷ ὁμωνύμῳ δράματι διὰ τούτων λέγων τούτῳ δ ὁπόταν ναέται χώρας ἰχθὺν τιν ἕλωσ1 οὐχ ἡμέριον, τῆς περικλύστου δ ἁλίας Κρήτης μείζω μεγέθει, λοπὰς ἐστ αὐτῷ δυνατὴ τούτους χωρεῖν ἑκατόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 381)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 381)

  • εἶτα μετὰ μικρὸν οὐδὲ λοπὰς κακόν ἐστιν ἀτὰρ τὸ τάγηνον ἄμεινον, οἶμαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 8 2:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 8 2:6)

  • "τὴν τράπεζαν ἧκ ἔχων, ἐφ ἧς ἐπέκειτ οὐ τυρὸς οὐδ ἐλαῶν γένη οὐδὲ παρέχουσαι κνῖσαν ἡμῖν πλείονα παροψίδες καὶ λῆρος, ἀλλὰ παρετέθη ὑπερηφάνως ὄζουσα τῶν ῾ Ὡρῶν λοπάς, τὸ τοῦ πόλου τοῦ παντὸς ἡμισφαίριον, ἅπαντ ἐνῆν τἀκεῖ γὰρ ἐν ταύτῃ καλά, ἰχθῦς, ἔριφοι, διέτρεχε τούτων σκορπίος, ὑπέφαινεν ᾠῶν ἡμίτομα τοὺς ἀστέρας. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5257)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5257)

  • ἐπὶ τούτοις λεγομένοις παρηνέχθη ἡ ῥοδουντία καλουμένη λοπάς: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 681)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 681)

  • "προσγελῶσά τε λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ λαλήματι: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 1414)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 1414)

유의어

  1. 접시

  2. pan

  3. A plant disease

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION