헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λίσσομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λίσσομαι

형태분석: λίσς (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 애원하다, 간청하다, 탄원하다, 빌다, 요청하다, 간절히 바라다, 기도하다
  2. 애원하다, 빌다, 요청하다
  1. to beg, pray, entreat, beseech, by which, I do not pray
  2. to beg or pray for, I beg

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λίσσομαι

(나는) 애원한다

λίσσει, λίσσῃ

(너는) 애원한다

λίσσεται

(그는) 애원한다

쌍수 λίσσεσθον

(너희 둘은) 애원한다

λίσσεσθον

(그 둘은) 애원한다

복수 λισσόμεθα

(우리는) 애원한다

λίσσεσθε

(너희는) 애원한다

λίσσονται

(그들은) 애원한다

접속법단수 λίσσωμαι

(나는) 애원하자

λίσσῃ

(너는) 애원하자

λίσσηται

(그는) 애원하자

쌍수 λίσσησθον

(너희 둘은) 애원하자

λίσσησθον

(그 둘은) 애원하자

복수 λισσώμεθα

(우리는) 애원하자

λίσσησθε

(너희는) 애원하자

λίσσωνται

(그들은) 애원하자

기원법단수 λισσοίμην

(나는) 애원하기를 (바라다)

λίσσοιο

(너는) 애원하기를 (바라다)

λίσσοιτο

(그는) 애원하기를 (바라다)

쌍수 λίσσοισθον

(너희 둘은) 애원하기를 (바라다)

λισσοίσθην

(그 둘은) 애원하기를 (바라다)

복수 λισσοίμεθα

(우리는) 애원하기를 (바라다)

λίσσοισθε

(너희는) 애원하기를 (바라다)

λίσσοιντο

(그들은) 애원하기를 (바라다)

명령법단수 λίσσου

(너는) 애원해라

λισσέσθω

(그는) 애원해라

쌍수 λίσσεσθον

(너희 둘은) 애원해라

λισσέσθων

(그 둘은) 애원해라

복수 λίσσεσθε

(너희는) 애원해라

λισσέσθων, λισσέσθωσαν

(그들은) 애원해라

부정사 λίσσεσθαι

애원하는 것

분사 남성여성중성
λισσομενος

λισσομενου

λισσομενη

λισσομενης

λισσομενον

λισσομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλισσόμην

(나는) 애원하고 있었다

ἐλίσσου

(너는) 애원하고 있었다

ἐλίσσετο

(그는) 애원하고 있었다

쌍수 ἐλίσσεσθον

(너희 둘은) 애원하고 있었다

ἐλισσέσθην

(그 둘은) 애원하고 있었다

복수 ἐλισσόμεθα

(우리는) 애원하고 있었다

ἐλίσσεσθε

(너희는) 애원하고 있었다

ἐλίσσοντο

(그들은) 애원하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὑπὸ δὲ τὴν ἐαρινὴν ὡρ́αν ἡ Τεύτα διαπρεσβευσαμένη πρὸσ τοὺσ Ῥωμαίουσ ποιεῖται συνθήκασ, ἐν αἷσ εὐδόκησε φόρουσ τε τοὺσ διαταχθέντασ οἴσειν πάσησ τ’ ἀναχωρήσειν τῆσ Ἰλλυρίδοσ πλὴν ὀλίγων τόπων, καὶ τὸ συνέχον, ὃ μάλιστα πρὸσ τοὺσ Ἕλληνασ διέτεινε, μὴ πλεύσειν πλέον ἢ δυσὶ λέμβοισ ἔξω τοῦ Λίσσου, καὶ τούτοισ ἀνόπλοισ. (Polybius, Histories, book 2, chapter 12 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 2, chapter 12 3:1)

  • πάσασ δ’ ἔχοντα τὰσ ἐλπίδασ ἐν τῇ Μακεδόνων οἰκίᾳ διὰ τὸ συμπεπολεμηκέναι καὶ μετεσχηκέναι τῶν πρὸσ Κλεομένη κινδύνων Ἀντιγόνῳ, πορθεῖν μὲν καὶ καταστρέφεσθαι τὰσ κατὰ τὴν Ἰλλυρίδα πόλεισ τὰσ ὑπὸ Ῥωμαίουσ ταττομένασ, πεπλευκέναι δ’ ἔξω τοῦ Λίσσου παρὰ τὰσ συνθήκασ πεντήκοντα λέμβοισ καὶ πεπορθηκέναι πολλὰσ τῶν Κυκλάδων νήσων. (Polybius, Histories, book 3, chapter 16 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 3, chapter 16 3:1)

  • Ἤδη δ’ ἐπιλελεγμένων τῶν Ἀχαϊκῶν νεανίσκων καὶ συντεταγμένων ὑπὲρ τῆσ βοηθείασ τῶν Λακεδαιμονίων καὶ Μεσσηνίων, Σκερδιλαί̈δασ ὁμοῦ καὶ Δημήτριοσ ὁ Φάριοσ ἔπλευσαν ἐκ τῆσ Ἰλλυρίδοσ ἐν ἐνενήκοντα λέμβοισ ἔξω τοῦ Λίσσου παρὰ τὰσ πρὸσ Ῥωμαίουσ συνθήκασ. (Polybius, Histories, book 4, chapter 16 6:1)

    (폴리비오스, Histories, book 4, chapter 16 6:1)

  • θεωρῶν δὲ τόν τε τοῦ Λίσσου περίβολον καὶ τὰ πρὸσ τῇ θαλάττῃ καὶ τὰ πρὸσ τὴν μεσόγαιον ἠσφαλισμένον διαφερόντωσ καὶ φύσει καὶ κατασκευῇ, τόν τε παρακείμενον Ἀκρόλισσον αὐτῷ καὶ διὰ τὴν εἰσ ὕψοσ ἀνάτασιν καὶ διὰ τὴν ἄλλην ἐρυμνότητα τοιαύτην ἔχοντα φαντασίαν ὥστε μηδ’ ἂν ἐλπίσαι μηδένα κατὰ κράτοσ ἑλεῖν, τῆσ μὲν περὶ τοῦτον ἐλπίδοσ ἀπέστη τελέωσ, τῆσ δὲ πόλεωσ οὐ λίαν ἀπήλπισε. (Polybius, Histories, book 8, chapter 13 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 8, chapter 13 3:1)

  • συνθεωρήσασ δὲ τὸ μεταξὺ διάστημα τοῦ Λίσσου καὶ τοῦ κατὰ τὸν Ἀκρόλισσον πρόποδοσ σύμμετρον ὑπάρχον πρὸσ τὴν ἐπιβολὴν τὴν κατὰ τῆσ πόλεωσ, κατὰ τοῦτο διενοήθη συστησάμενοσ ἀκροβολισμὸν χρήσασθαι στρατηγήματι πρὸσ τὸ παρὸν οἰκείῳ. (Polybius, Histories, book 8, chapter 13 4:1)

    (폴리비오스, Histories, book 8, chapter 13 4:1)

유의어

  1. 애원하다

  2. 애원하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION