헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λίθινος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λίθινος λιθίνη λίθινον

형태분석: λιθιν (어간) + ος (어미)

어원: li/qos

  1. 돌의, 돌멩이의
  1. of stone

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λίθινος

돌의 (이)가

λιθίνη

돌의 (이)가

λίθινον

돌의 (것)가

속격 λιθίνου

돌의 (이)의

λιθίνης

돌의 (이)의

λιθίνου

돌의 (것)의

여격 λιθίνῳ

돌의 (이)에게

λιθίνῃ

돌의 (이)에게

λιθίνῳ

돌의 (것)에게

대격 λίθινον

돌의 (이)를

λιθίνην

돌의 (이)를

λίθινον

돌의 (것)를

호격 λίθινε

돌의 (이)야

λιθίνη

돌의 (이)야

λίθινον

돌의 (것)야

쌍수주/대/호 λιθίνω

돌의 (이)들이

λιθίνᾱ

돌의 (이)들이

λιθίνω

돌의 (것)들이

속/여 λιθίνοιν

돌의 (이)들의

λιθίναιν

돌의 (이)들의

λιθίνοιν

돌의 (것)들의

복수주격 λίθινοι

돌의 (이)들이

λιθίναι

돌의 (이)들이

λίθινα

돌의 (것)들이

속격 λιθίνων

돌의 (이)들의

λιθινῶν

돌의 (이)들의

λιθίνων

돌의 (것)들의

여격 λιθίνοις

돌의 (이)들에게

λιθίναις

돌의 (이)들에게

λιθίνοις

돌의 (것)들에게

대격 λιθίνους

돌의 (이)들을

λιθίνᾱς

돌의 (이)들을

λίθινα

돌의 (것)들을

호격 λίθινοι

돌의 (이)들아

λιθίναι

돌의 (이)들아

λίθινα

돌의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ δόμοι λίθινοι κραταιοὶ τρεῖσ, καὶ δόμοσ ξύλινοσ εἷσ, καὶ ἡ δαπάνη ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέωσ δοθήσεται. (Septuagint, Liber Esdrae II 6:4)

    (70인역 성경, Liber Esdrae II 6:4)

  • τὸ δὲ τῶν Γοργόνων κάλλοσ, ἅτε βιαιότατόν τε ὂν καὶ τοῖσ καιριωτάτοισ τῆσ ψυχῆσ ὁμιλοῦν, εὐθὺσ ἐξίστη τοὺσ ἰδόντασ καὶ ἀφώνουσ ἐποίει, ὡσ δὲ ὁ μῦθοσ βούλεται καὶ λέγεται, λίθινοι ἐγίγνοντο ὑπὸ θαύματοσ. (Lucian, De Domo, (no name) 19:4)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 19:4)

  • ὡσ τούσ γεἝλληνασ ὁρᾷσ ὁποῖοί εἰσι, χαρίεντεσ μὲν καὶ εὐπρόσωποι καὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματισμένοι, λίθινοι δὲ ἢ χαλκοῖ ὅμωσ ἅπαντεσ ἢ οἵ γε πολυτελέστατοι αὐτῶν ἐλεφάντινοι ὀλίγον ὅσον τοῦ χρυσοῦ ἐπιστίλβον ἔχοντεσ, ὡσ ἐπικεχράνθαι καὶ ἐπηυγάσθαι μόνον, τὰ δὲ ἔνδον ὑπόξυλοι καὶ οὗτοι, μυῶν ἀγέλασ ὅλασ ἐμπολιτευομένασ σκέποντεσ· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 8:1)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 8:1)

  • πολέμων δὲ ἢ ὁ ποιήσασ τὸν ἐπιγραφόμενον Ἑλλαδικὸν "ἐν Δελφοῖσ, φησίν, ἐν τῷ Σπινατῶν θησαυρῷ παῖδὲσ εἰσιν λίθινοι δύο, ὧν τοῦ ἑτέρου Δελφοί φασι τῶν θεωρῶν ἐπιθυμήσαντά τινα συγκατακλεισθῆναι καὶ τῆσ ὁμιλίασ μισθὸν καταλιπεῖν στέφανον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 84 3:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 84 3:6)

  • ἐπὶ δὲ αὐτοῖσι ἀνδριάντεσ δύο ἑστᾶσι λίθινοι μεγάλοι. (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 91 3:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 2, chapter 91 3:3)

유의어

  1. 돌의

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION