헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λῃστής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λῃστής λῃστοῦ

형태분석: λῃστ (어간) + ης (어미)

어원: lhi/zomai

  1. 강도, 도적, 노상 강도
  2. 해적
  3. 게릴라
  1. robber, bandit
  2. pirate, buccaneer
  3. revolutionary, insurrectionist, guerrilla

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λῃστής

강도가

λῃστᾱ́

강도들이

λῃσταί

강도들이

속격 λῃστοῦ

강도의

λῃσταῖν

강도들의

λῃστῶν

강도들의

여격 λῃστῇ

강도에게

λῃσταῖν

강도들에게

λῃσταῖς

강도들에게

대격 λῃστήν

강도를

λῃστᾱ́

강도들을

λῃστᾱ́ς

강도들을

호격 λῃστά

강도야

λῃστᾱ́

강도들아

λῃσταί

강도들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ Ἀρριανὸσ γὰρ ὁ τοῦ Ἐπικτήτου μαθητήσ, ἀνὴρ Ῥωμαίων ἐν τοῖσ πρώτοισ καὶ παιδείᾳ παρ’ ὅλον τὸν βίον συγγενόμενοσ, ὅμοιόν τι παθὼν ἀπολογήσαιτ’ ἂν καὶ ὑπὲρ ἡμῶν Τιλλορόβου ^ γοῦν τοῦ λῃστοῦ κἀκεῖνοσ βίον ἀναγράψαι ἠξίωσεν. (Lucian, Alexander, (no name) 2:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 2:3)

  • ἡμεῖσ δὲ πολὺ ὠμοτέρου λῃστοῦ μνήμην ποιησόμεθα, ὅσῳ μὴ ἐν ὕλαισ καὶ ἐν ὄρεσιν, ἀλλ’ ἐν πόλεσιν οὗτοσ ἐλῄστευεν, οὐ Μυσίαν μόνην οὐδὲ τὴν Ἴδην κατατρέχων οὐδὲ ὀλίγα τῆσ Ἀσίασ μέρη τὰ ἐρημότερα λεηλατῶν, ἀλλὰ πᾶσαν ὡσ εἰπεῖν τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν ἐμπλήσασ τῆσ λῃστείασ τῆσ αὑτοῦ. (Lucian, Alexander, (no name) 2:4)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 2:4)

  • ἀλλὰ καὶ μηχανᾶταί τι ὁ τρισκατάρατοσ οὐκ ἄσοφον οὐδὲ τοῦ προστυχόντοσ λῃστοῦ ἄξιον. (Lucian, Alexander, (no name) 32:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 32:1)

  • ὕστερον δὲ ἀποθανόντοσ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ λῃστοῦ τινοσ ὑπὸ φαρμάκων, ὡσ ἐδόκει, φυλακή τε ἀκριβὴσ ἐγένετο καὶ οὐκέτι παρῄει εἰσ τὸ οἴκημα οὐδὲ εἷσ τῶν δεομένων. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 31:1)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 31:1)

  • τοῦτον οὖν, φησίν, οἱ νεώτεροι ποιηταὶ κατασκευάζουσιν ἐν λῃστοῦ σχήματι μόνον περιπορευόμενον, ξύλον ἔχοντα καὶ λεοντῆν καὶ τόξα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 6 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 6 2:1)

유의어

  1. 강도

  2. 해적

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION