- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λῃστής?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: lēistēs 고전 발음: [레:떼:] 신약 발음: []

기본형: λῃστής λῃστοῦ

형태분석: λῃστ (어간) + ης (어미)

  1. 강도, 도적, 노상 강도
  2. 해적
  3. 게릴라
  1. robber, bandit
  2. pirate, buccaneer
  3. revolutionary, insurrectionist, guerrilla

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λῃστής

강도가

λῃστά

강도들이

λῃσταί

강도들이

속격 λῃστοῦ

강도의

λῃσταῖν

강도들의

λῃστῶν

강도들의

여격 λῃστῇ

강도에게

λῃσταῖν

강도들에게

λῃσταῖς

강도들에게

대격 λῃστήν

강도를

λῃστά

강도들을

λῃστάς

강도들을

호격 λῃστά

강도야

λῃστά

강도들아

λῃσταί

강도들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκ[εῖ]νος δὲ λαμβάνων ἀνδράποδα ἀγοράζει, καὶ παρέχει ὥσπερ τοῖς λῃσταῖς ἐπισιτισμόν, καὶ δίδωσι τούτῳ ὑπὲρ ἑκάστου τοῦ ἀνδραπόδου ὀβολὸν τῆς ἡμέρας, ὅπως ἂν ᾖ ἀθάνατος συκοφάντης. (Hyperides, Speeches, 9:3)

    (히페레이데스, Speeches, 9:3)

  • οὐ κατανεύοντος δέ μου ταῖς ἱκετείαις αὐτῶν, ἀλλὰ περὶ τῆς ἐμαυτοῦ φροντίζοντος σωτηρίας, δείσαντες οἱ Γαλιλαῖοι, μὴ ἀπελθόντος εὐκαταφρόνητοι τοῖς λῃσταῖς γένοιντο, πέμπουσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἅπασαν τοὺς σημανοῦντας τὴν ἐμὴν γνώμην περὶ τῆς ἀπαλλαγῆς. (Flavius Josephus, 247:1)

    (플라비우스 요세푸스, 247:1)

  • ἔστι δούλῳ φεύξιμος βωμός, ἔστι καὶ λῃσταῖς ἀβέβηλα πολλὰ τῶν ἱερῶν, καὶ πολεμίους οἱ φεύγοντες ἂν ἀγάλματος λάβωνται ἢ ναοῦ, θαρροῦσιν: (Plutarch, De superstitione, section 4 7:1)

    (플루타르코스, De superstitione, section 4 7:1)

  • τὰ μὲν γὰρ οἱ πόλεμοι καὶ αἱ στρατεῖαι, τὰ δὲ καὶ αἱ πολυτέλειαι θρασεῖς αὐτοὺς εἶναι προετρέποντο καὶ ζῆν μὴ κοσμίως, ἀλλ ἀσώτως καὶ τοῖς λῃσταῖς παραπλησίως. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 62 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 62 3:1)

  • ἐπέπλευσαν γὰρ αὐτοῖς Λιπαρέων τριήρεις περὶ τὰς Αἰόλου νήσους τοῦ πνεύματος ἐκλιπόντος ὡς λῃσταῖς. (Plutarch, Camillus, chapter 8 4:3)

    (플루타르코스, Camillus, chapter 8 4:3)

유의어

  1. 강도

  2. 해적

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION