Ancient Greek-English Dictionary Language

λατρεία

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λατρεία λατρείας

Structure: λατρει (Stem) + α (Ending)

Etym.: latreu/w

Sense

  1. service
  2. worship

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ἔσται ἐὰν λέγωσι πρὸσ ὑμᾶσ οἱ υἱοὶ ὑμῶν. τίσ ἡ λατρεία αὕτη̣ (Septuagint, Liber Exodus 12:26)
  • ἔτι δὲ Κασταλίασ ὕδωρ περιμένει με κόμασ ἐμᾶσ δεῦσαι παρθένιον χλιδὰν Φοιβείαισι λατρείαισ. (Euripides, Phoenissae, choral, antistrophe 13)
  • "καὶ τελευταῖον αἳ τε πλάναι καὶ ἡ λατρεία τοῦ παιδὸσ οἵ τε γιγνόμενοι περὶ τὰ Τέμπη καθαρμοὶ μεγάλου τινὸσ ἄγουσ καὶ τολμήματοσ ὑποψίαν ἔχουσι. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 15 4:5)
  • ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, ὧν οἱ πατέρεσ, καὶ ἐξ ὧν ὁ χριστὸσ τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων, θεὸσ εὐλογητὸσ εἰσ τοὺσ αἰῶνασ· (PROS RWMAIOUS, chapter 1 254:1)
  • καὶ πολλοὶ ἀπὸ Ἰσραὴλ εὐδόκησαν τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καὶ ἔθυσαν τοῖσ εἰδώλοισ καὶ ἐβεβήλωσαν τὸ σάββατον. (Septuagint, Liber Maccabees I 1:43)

Synonyms

  1. service

  2. worship

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION