Ancient Greek-English Dictionary Language

κρατήρ

Third declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κρατήρ κρατῆρος

Structure: κρατηρ (Stem)

Etym.: kera/nnumi

Sense

  1. mixing bowl for wine
  2. messenger who bears an ode
  3. a constellation, the cup
  4. cup shaped basin, crater, mouth of a volcano

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆσ θύματα, ἐκέρασεν εἰσ κρατῆρα τὸν ἑαυτῆσ οἶνον καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆσ τράπεζαν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 9:2)
  • ἀπέστειλε τοὺσ ἑαυτῆσ δούλουσ συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματοσ ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα. (Septuagint, Liber Proverbiorum 9:3)
  • ἀλλ’ ἐγὼ οἶδ’ ὅπερ μάλιστα λυπεῖ αὐτόν, ὅτι μὴ τὰ γλίσχρα ἐκεῖνα καὶ λεπτὰ κάθημαι πρὸσ αὐτὸν σμικρολογούμενοσ, εἰ ἀθάνατοσ ἡ ψυχή, καὶ πόσασ κοτύλασ ὁ θεὸσ ὁπότε τὸν κόσμον εἰργάσατο τῆσ ἀμιγοῦσ καὶ κατὰ ταὐτὰ ἐχούσησ οὐσίασ ἐνέχεεν εἰσ τὸν κρατῆρα ἐν ᾧ τὰ πάντα ἐκεράννυτο, καὶ εἰ ἡ Ῥητορικὴ πολιτικῆσ μορίου εἴδωλον, κολακείασ τὸ τέταρτον. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:3)
  • ὡσ αἱ τράπεζαί γ’ εἰσὶν ἐπινενησμέναι ἀγαθῶν ἁπάντων καὶ παρεσκευασμέναι, κλῖναί τε σισυρῶν καὶ δαπίδων νενασμέναι, κρατῆρα συγκιρνᾶσιν, αἱ μυροπώλιδεσ ἑστᾶσ’ ἐφεξῆσ, τὰ τεμάχη ῥιπίζεται, λαγῷ’ ἀναπηγνύασι, πόπανα πέττεται, στέφανοι πλέκονται, φρύγεται τραγήματα, χύτρασ ἔτνουσ ἕψουσιν αἱ νεώταται. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 4:2)
  • ταῦτα δὲ ἡ γραῦσ λαμβάνει, καὶ κρατῆρα κεκερᾶσθαι δεῖ καὶ πίνειν ἐκείνην μόνην. (Lucian, Dialogi meretricii, 4:5)

Synonyms

  1. a constellation

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION