헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κολούω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κολούω

형태분석: κολού (어간) + ω (인칭어미)

어원: ko/los

  1. 실망시키다, 잘라버리다, 덜다, 끊다, 자르다, 잘라내다, 중단시키다, 살육하다, 방해하다
  1. to cut short, dock, curtail
  2. to cut off, disappoint, cuts off, curtail, to cut down, degrade, to be cut short or abridged, they suffer abatement

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολούω

κολούεις

κολούει

쌍수 κολούετον

κολούετον

복수 κολούομεν

κολούετε

κολούουσιν*

접속법단수 κολούω

κολούῃς

κολούῃ

쌍수 κολούητον

κολούητον

복수 κολούωμεν

κολούητε

κολούωσιν*

기원법단수 κολούοιμι

κολούοις

κολούοι

쌍수 κολούοιτον

κολουοίτην

복수 κολούοιμεν

κολούοιτε

κολούοιεν

명령법단수 κόλουε

κολουέτω

쌍수 κολούετον

κολουέτων

복수 κολούετε

κολουόντων, κολουέτωσαν

부정사 κολούειν

분사 남성여성중성
κολουων

κολουοντος

κολουουσα

κολουουσης

κολουον

κολουοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολούομαι

κολούει, κολούῃ

κολούεται

쌍수 κολούεσθον

κολούεσθον

복수 κολουόμεθα

κολούεσθε

κολούονται

접속법단수 κολούωμαι

κολούῃ

κολούηται

쌍수 κολούησθον

κολούησθον

복수 κολουώμεθα

κολούησθε

κολούωνται

기원법단수 κολουοίμην

κολούοιο

κολούοιτο

쌍수 κολούοισθον

κολουοίσθην

복수 κολουοίμεθα

κολούοισθε

κολούοιντο

명령법단수 κολούου

κολουέσθω

쌍수 κολούεσθον

κολουέσθων

복수 κολούεσθε

κολουέσθων, κολουέσθωσαν

부정사 κολούεσθαι

분사 남성여성중성
κολουομενος

κολουομενου

κολουομενη

κολουομενης

κολουομενον

κολουομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκόλουον τοὺσ ὑπερέχοντασ μεθιστάντεσ ἔτη δέκα, ἄλλο δ’ οὐδὲν ἔγκλημα προσῆν, οὐδ’ ὡσ ἐπ’ ἐλέγχῳ πραγμάτων ὀργή. (Aristides, Aelius, Orationes, 127:11)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 127:11)

유의어

  1. to cut short

  2. 실망시키다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION