- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλῖμαξ?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: klīmax 고전 발음: [리:막] 신약 발음: [리막]

기본형: κλῖμαξ κλίμακος

형태분석: κλιμακ (어간) + ς (어미)

어원: κλίνω

  1. 사다리, 계단
  2. 계단들, 계단
  3. 고조
  1. ladder
  2. staircase
  3. torture instrument shaped like a ladder
  4. a certain wrestling move
  5. (rhetoric) climax
  6. the blocks of wood placed above the wheels of a chariot

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλῖμαξ

사다리가

κλίμακε

사다리들이

κλίμακες

사다리들이

속격 κλίμακος

사다리의

κλιμάκοιν

사다리들의

κλιμάκων

사다리들의

여격 κλίμακι

사다리에게

κλιμάκοιν

사다리들에게

κλίμαξι(ν)

사다리들에게

대격 κλίμακα

사다리를

κλίμακε

사다리들을

κλίμακας

사다리들을

호격 κλίμαξ

사다리야

κλίμακε

사다리들아

κλίμακες

사다리들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς Ἀλωέως υἱέας, δύο καὶ αὐτοὺς ὄντας, ἔτι παῖδας ἐθελῆσαί ποτε τὴν Ὄσσαν ἐκ βάθρων ἀνασπάσαντας ἐπιθεῖναι τῷ Ὀλύμπῳ, εἶτα τὸ Πήλιον ἐπ αὐτῇ, ἱκανὴν ταύτην κλίμακα ἕξειν οἰομένους καὶ πρόσβασιν ἐπὶ τὸν οὐρανόν. (Lucian, Contemplantes, (no name) 3:10)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 3:10)

  • ἀλλ ἐκεῖνά μοι φράσον, εἰ δοκεῖ, τίνα τρόπον ἤρθης ἄνω καὶ ὁπόθεν ἐπορίσω κλίμακα τηλικαύτην τὸ μέγεθος· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 2:7)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 2:7)

  • δεῦρο δεῦρ ὦ Ξανθία, κλίμακα λαβὼν ἔξελθε καὶ σμινύην φέρων, κἄπειτ ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον τὸ τέγος κατάσκαπτ, εἰ φιλεῖς τὸν δεσπότην, ἑώς ἂν αὐτοῖς ἐμβάλῃς τὴν οἰκίαν: (Aristophanes, Clouds, Episode 1:6)

    (아리스토파네스, Clouds, Episode 1:6)

  • Ἀπνουν ἢ σκοτειντρ ἢ δυσχείμερον οἰκίαν ἢ νοσώδη φυγεῖν μὲν ἴσως ἄριστον ἂν δὲ φιλοχωρῇ τις ὑπὸ συνηθείας, ἔστι καὶ φῶτα μεταθέντα καὶ κλίμακα μεταβαλόντα καὶ θύρας τινὰς ἀνοίξαντα τὰς δὲ κλείσαντα λαμπροτέραν εὐπνουστέραν ὑγιεινοτέραν μηχανήσασθαι . (Plutarch, De curiositate, section 11)

    (플루타르코스, De curiositate, section 11)

  • "ταῖς μεταπεμψαμέναις ἀρεσκευόμεναι κλίμακα κατεσκεύαζον ἐξ ἑαυτῶν οὕτως ὥστ ἐπὶ τοῖς νώτοις αὐτῶν τὴν ἀνάβασιν γίγνεσθαι καὶ τὴν κατάβασιν ταῖς ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν ὀχουμέναις. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 67 2:12)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 67 2:12)

유의어

  1. 사다리

  2. torture instrument shaped like a ladder

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION