헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κληρονομία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κληρονομία

형태분석: κληρονομι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from klhrono/mos

  1. 소유, 소유물, 유산, 상속
  1. an inheritance, possession of . .

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δ’ οὕτω πεφύκασιν ἀτυχεῖσ πρὸσ τὸ καλόν, ὥστε φίλοισ μὲν ἐνδόξοισ ἀγάλλεσθαι καὶ μέγα φρονεῖν ἂν ξένουσ ἡγεμονικοὺσ καὶ πλουσίουσ ἔχωσι, τὰσ δὲ τῶν ἀδελφῶν λαμπρότητασ αὑτῶν ἀμαυρώσεισ νομίζειν καὶ πατέρων μὲν εὐτυχίαισ ἐπαίρεσθαι καὶ στρατηγίαισ προπάππων λεγομέναισ, ὧν οὐδὲν ἀπέλαυσαν οὐδὲ μετέσχον, ἀδελφῶν δὲ κληρονομίαισ καὶ ἀρχαῖσ καὶ γάμοισ ἐνδόξοισ ἀθυμεῖν καὶ ταπεινοῦσθαι. (Plutarch, De fraterno amore, section 14 1:2)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 14 1:2)

  • καὶ πατέρων μὲν εὐτυχίαισ ἐπαίρεσθαι καὶ στρατηγίαισ προπάππων λεγομέναισ, ὧν οὐδὲν ἀπέλαυσαν οὐδὲ μετέσχον, ἀδελφῶν δὲ κληρονομίαισ καὶ ἀρχαῖσ καὶ γάμοισ ἐνδόξοισ ἀθυμεῖν καὶ ταπεινοῦσθαι. (Plutarch, De fraterno amore, section 14 6:1)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 14 6:1)

유의어

  1. 소유

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION