- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κληρονόμος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: klēronomos 고전 발음: [레:로노모] 신약 발음: [레로노모]

기본형: κληρονόμος

어원: νέμομαι

  1. 유산, 상속, 계승, 상속자, 후계자
  1. one who receives a portion, inheritance, an inheritor, heir

예문

  • καὶ ἐπορεύθησαν οἱ πέντε ἄνδρες καὶ ἦλθον εἰς Λαισά. καὶ εἶδαν τὸν λαὸν τὸν ἐν μέσῳ αὐτῆς καθήμενον ἐπ᾿ ἐλπίδι, ὡς κρίσις Σιδωνίων ἡσυχάζουσα, καὶ οὐκ ἔστι διατρέπων ἢ καταισχύνων λόγον ἐν τῇ γῇ, κληρονόμος ἐκπιέζων θησαυρούς, καὶ μακράν εἰσι Σιδωνίων καὶ λόγον οὐκ ἔχουσι πρὸς ἄνθρωπον. (Septuagint, Liber Iudicum 18:7)

    (70인역 성경, 판관기 18:7)

  • - ὅσα τάλαντα ὁ κληρονόμος σπαθήσει παραλαβών. (Lucian, Cataplus, (no name) 20:4)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 20:4)

  • ὧν ἁπάντων κληρονόμος καὶ διάδοχος οὗτος ἐγένετο. (Lucian, Alexander, (no name) 5:5)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 5:5)

  • ἄκουε δὲ ἤδη καὶ τὸ ἐνύπνιον ᾤμην γὰρ τὸν Εὐκράτην αὐτὸν ἄπαιδα ὄντα οὐκ οἶδ ὅπως ἀποθνήσκειν, εἶτα προσκαλέσαντά με καὶ διαθήκας θέμενον ἐν αἷς ὁ κληρονόμος ἦν ἀπάντων ἐγώ, μικρὸν ἐπισχόντα ἀποθανεῖν ἐμαυτὸν δὲ παρελθόντα ἐς τὴν οὐσίαν τὸ μὲν χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον ἐξαντλεῖν σκάφαις τισὶ μεγάλαις ἀέναόν τε καὶ πολὺ ἐπιρρέον, τὰ δ ἄλλα, τὴν ἐσθῆτα καὶ τραπέζας καὶ ἐκπώματα καὶ διακόνους, πάντα ἐμὰ ὡς τὸ εἰκὸς εἶναι. (Lucian, Gallus, (no name) 12:1)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 12:1)

  • εἶτα ὀλίγου δεῖν κληρονόμος ὧν εἶχεν ἁπάντων κατέστην, εἰ μὴ κατάρατός τις οἰκέτης ἐμήνυσεν ὡς φάρμακον εἰήν ἐπ αὐτὴν ἐωνημένος. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:85)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:85)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION