κινδυνεύω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: kindyneuō
고전 발음: [낀뒤네워:]
신약 발음: [낀뒤네워]
기본형:
κινδυνεύω
형태분석:
κινδυνεύ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 감히 ~하다, 모험하다, 위험을 감수하다
- to be daring, to make a venture, take the risk, do a daring thing, to be in danger
- to run a risk with
- to venture, hazard, to be risked or hazarded, there is risk, are endangered
- to run the risk, chance, what may possibly or probably happen, they run a risk of being reputed, you will have a chance of, it is very likely, it may be, possibly
- to be endangered or imperilled
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πῶς ὁμονοήσομεν ἅπαντες ὑπὲρ τῶν κοινῇ συμφερόντων, ὅταν οἱ ἡγεμόνες καὶ οἱ δημαγωγοὶ χρήματα λαμβάνοντες προϊῶνται τὰ τῆς πατρίδος συμφέροντα, καὶ ὑμεῖς μὲν καὶ ὁ δῆμος ἅπας κινδυνεύῃ περὶ τοῦ ἐδάφους τοῦ τῆς πόλεως καὶ τῶν ἱερῶν τῶν πατρῴων καὶ παίδων καὶ γυναικῶν, οἱ δὲ διηλλαγμένοι πρὸς αὐτοὺς ἐν μὲν ταῖς ἐκκλησίαις λοιδορῶνται καὶ προσκρούωσιν ἀλλήλοις ἐξεπίτηδες, ἰδίᾳ δὲ ταὐτὰ πράττωσιν ἐξαπατῶντες ὑμᾶς τοὺς ῥᾷστα πειθομένους τοῖς τούτων λόγοις· (Dinarchus, Speeches, 120:1)
(디나르코스, 연설, 120:1)
- ἀξιοπιστίας καὶ τὸ ἐνδείκνυσθαι ὡς χαλεπὰ μὲν ὄντα περὶ ὧν ἐγχειρεῖ, διὰ δὲ τὸ λυσιτελεῖν τῇ πόλει ῥηθῆναι αὐτὰ λέγειν, κἂν αὐτός τι κινδυνεύῃ, ὡς ἐπὶ κοινῷ συμφέροντι, ἂν δέῃ τι καὶ παθεῖν, προῃρημένος. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 10:1)
(아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 10:1)
- οὐκ ἔστι δὲ μικροκίνδυνος οὐδὲ φιλοκίνδυνος διὰ τὸ ὀλίγα τιμᾶν, μεγαλοκίνδυνος δέ, καὶ ὅταν κινδυνεύῃ, ἀφειδὴς τοῦ βίου ὡς οὐκ ἄξιον ὀ`ν πάντως ζῆν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 83:2)
(아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 4 83:2)
- ἵνα δὲ μή, ὁπότε λοῦσθαι δέοι, κινδυνεύῃ κατὰ τῆς κλίμακος καταβαίνουσα, ἐγὼ μὲν ἄνω διῃτώμην, αἱ δὲ γυναῖκες κάτω. (Lysias, Speeches, 13:3)
(리시아스, Speeches, 13:3)
- ἔστιν οὖν οὕτω τις ἀνθρώπων ἀνόητος ἢ κακοδαίμων, ὥσθ ἵνα λαμβάνῃ μὲν Φιλοκράτης, ἀδοξῇ δ αὐτὸς καὶ κινδυνεύῃ, ἐξὸν αὐτῷ μετὰ τῶν μηδὲν ἠδικηκότων ἐξετάζεσθαι, τούτοις μὲν πολεμεῖν, πρὸς δ ἐκεῖνον ἐλθὼν κρίνεσθαι βούλεται· (Demosthenes, Speeches 11-20, 149:1)
(데모스테네스, Speeches 11-20, 149:1)
유의어
-
to run a risk with
- ἐπικινδυνεύομαι (to be risked)
- ἀναρρίπτω (to run the hazard of, run a risk, to throw for)
- παρακινδυνεύω (감히 ~하다, 모험하다, 위험을 감수하다)
- θέω (달리다, 뛰다)
- προσπίπτω (달려가다, 만나러 가다)
- ἀναβάλλω (달리다, 뛰다)
- δρομάω (달리다, 뛰다)
- δολιχοδρομέω (달리다, 뛰다)
- δακρύω (달리다, 뛰다)
- συνανατρέχω (to run up with)
파생어
- ἀνακινδυνεύω (to run into danger again, to run a fresh risk)
- ἀποκινδυνεύω (안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다)
- διακινδυνεύω (to run all risks, make a desperate attempt, hazard all)
- ἐπικινδυνεύομαι (to be risked)
- παρακινδυνεύω (감히 ~하다, 모험하다, 위험을 감수하다)
- προκινδυνεύω (to run risk before, brave the first danger, bear the brunt of battle)
- συγκινδυνεύω (to incur danger along with, to be partners in danger)