διακινδυνεύω?
비축약 동사;
로마알파벳 전사: diakindyneuō
고전 발음: [디아낀뒤네워:]
신약 발음: [디아낀뒤네워]
기본형:
διακινδυνεύω
διακινδυνεύσω
형태분석:
δια
(접두사)
+
κινδυνεύ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to run all risks, make a desperate attempt, hazard all, to be risked, hazarded
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐκοῦν αἰσχρόν, εἰ εἰς τοῦτο κακίας ἥξομεν, ὥστε οἱ μὲν πρόγονοι καὶ ὑπὲρ τῆς τῶν ἄλλων ἐλευθερίας διεκινδύνευον, ὑμεῖς δὲ οὐδὲ ὑπὲρ τῆς ὑμετέρας αὐτῶν τολμᾶτε πολεμεῖν· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 33 7:3)
(디오니시오스, chapter 33 7:3)
- ἐπαναστάντες γὰρ κατόπιν ἔκοπτον αὐτούς, καὶ ἡμεῖς δὲ αὐτοὶ πέντε καὶ εἴκοσι τὸν ἀριθμὸν ὄντες - - καὶ γὰρ ὁ Σκίνθαρος καὶ ὁ παῖς αὐτοῦ συνεστρατεύοντο - ὑπηντιάζομεν, καὶ συμμίξαντες θυμῷ καὶ ῥώμῃ διεκινδυνεύομεν. (Lucian, Verae Historiae, book 1 37:4)
(루키아노스, Verae Historiae, book 1 37:4)
- ἐπὶ τούτῳ δὲ λέγεται τοὺς ἐφόρους στεφανώσαντας αὐτὸν εἶτα χιλίων δραχμῶν ἐπιβαλεῖν ζημίαν, ὅτι χωρὶς ὅπλων διακινδυνεύειν ἐτόλμησεν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 34 8:1)
(플루타르코스, Agesilaus, chapter 34 8:1)
- ταύτης οὖν ἔχουσα σύμφυτον αἴσθησιν μάχεται μὲν ἐξ ἐναντίας πρὸς οὐδὲν οὐδὲ διακινδυνεύει: (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 27 3:1)
(플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 27 3:1)
- ἐπεὶ δὲ βαδίζοντες ἐπ ἀλλήλους καὶ γενόμενοι περὶ τὴν Σκοτοῦσαν ἐνταῦθα διακινδυνεύειν ἔμελλον, οὐχ, ὅπερ εἰκὸς ἦν, πρὸς δέους ἔλαβον οἱ στρατοὶ τὴν ἀλλήλων γειτνίασιν, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ὁρμῆς καὶ φιλοτιμίας ἐπληροῦντο, Ῥωμαῖοι μὲν, εἰ Μακεδόνων κρατήσουσιν, ὧν ὄνομα δι Ἀλέξανδρον ἀλκῆς καὶ δυνάμεως πλεῖστον ἦν παρ αὐτοῖς, Μακεδόνες δὲ Ῥωμαίους Περσῶν ἡγούμενοι διαφέρειν ἤλπιζον, εἰ περιγένοιντο, λαμπρότερον ἀποδείξειν Ἀλεξάνδρου Φίλιππον. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 7 3:1)
(플루타르코스, Titus Flamininus, chapter 7 3:1)
유의어
-
to run all risks
- ἀναρρίπτω (to run the hazard of, run a risk, to throw for)
파생어
- ἀνακινδυνεύω (to run into danger again, to run a fresh risk)
- ἀποκινδυνεύω (안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다)
- ἐπικινδυνεύομαι (to be risked)
- κινδυνεύω (감히 ~하다, 모험하다, 위험을 감수하다)
- παρακινδυνεύω (감히 ~하다, 모험하다, 위험을 감수하다)
- προκινδυνεύω (to run risk before, brave the first danger, bear the brunt of battle)
- συγκινδυνεύω (to incur danger along with, to be partners in danger)