헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κινδυνεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κινδυνεύω

형태분석: κινδυνεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 감히 ~하다, 모험하다, 위험을 감수하다
  1. to be daring, to make a venture, take the risk, do a daring thing, to be in danger
  2. to run a risk with
  3. to venture, hazard, to be risked or hazarded, there is risk, are endangered
  4. to run the risk, chance, what may possibly or probably happen, they run a risk of being reputed, you will have a chance of, it is very likely, it may be, possibly
  5. to be endangered or imperilled

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κινδυνεύω

κινδυνεύεις

κινδυνεύει

쌍수 κινδυνεύετον

κινδυνεύετον

복수 κινδυνεύομεν

κινδυνεύετε

κινδυνεύουσιν*

접속법단수 κινδυνεύω

κινδυνεύῃς

κινδυνεύῃ

쌍수 κινδυνεύητον

κινδυνεύητον

복수 κινδυνεύωμεν

κινδυνεύητε

κινδυνεύωσιν*

기원법단수 κινδυνεύοιμι

κινδυνεύοις

κινδυνεύοι

쌍수 κινδυνεύοιτον

κινδυνευοίτην

복수 κινδυνεύοιμεν

κινδυνεύοιτε

κινδυνεύοιεν

명령법단수 κινδύνευε

κινδυνευέτω

쌍수 κινδυνεύετον

κινδυνευέτων

복수 κινδυνεύετε

κινδυνευόντων, κινδυνευέτωσαν

부정사 κινδυνεύειν

분사 남성여성중성
κινδυνευων

κινδυνευοντος

κινδυνευουσα

κινδυνευουσης

κινδυνευον

κινδυνευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κινδυνεύομαι

κινδυνεύει, κινδυνεύῃ

κινδυνεύεται

쌍수 κινδυνεύεσθον

κινδυνεύεσθον

복수 κινδυνευόμεθα

κινδυνεύεσθε

κινδυνεύονται

접속법단수 κινδυνεύωμαι

κινδυνεύῃ

κινδυνεύηται

쌍수 κινδυνεύησθον

κινδυνεύησθον

복수 κινδυνευώμεθα

κινδυνεύησθε

κινδυνεύωνται

기원법단수 κινδυνευοίμην

κινδυνεύοιο

κινδυνεύοιτο

쌍수 κινδυνεύοισθον

κινδυνευοίσθην

복수 κινδυνευοίμεθα

κινδυνεύοισθε

κινδυνεύοιντο

명령법단수 κινδυνεύου

κινδυνευέσθω

쌍수 κινδυνεύεσθον

κινδυνευέσθων

복수 κινδυνεύεσθε

κινδυνευέσθων, κινδυνευέσθωσαν

부정사 κινδυνεύεσθαι

분사 남성여성중성
κινδυνευομενος

κινδυνευομενου

κινδυνευομενη

κινδυνευομενης

κινδυνευομενον

κινδυνευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παρακληθέντεσ δὲ τοῖσ Ἰούδα λόγοισ πάνυ καλοῖσ καὶ δυναμένοισ ἐπ̓ ἀρετὴν παρορμῆσαι καὶ ψυχὰσ νέων ἐπανορθῶσαι, διέγνωσαν μὴ στρατοπεδεύεσθαι, γενναίωσ δὲ ἐμφέρεσθαι καὶ μετὰ πάσησ εὐανδρίασ ἐμπλακέντεσ κρῖναι τὰ πράγματα, διὰ τὸ καὶ τὴν πόλιν καὶ τὰ ἅγια καὶ τὸ ἱερὸν κινδυνεύειν. (Septuagint, Liber Maccabees II 15:17)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 15:17)

  • καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ, καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων ἀνδρείασ ἐθέλοιμεν κινδυνεύειν, περιγίνεται ἡμῖν τοῖσ τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖσ μὴ προκάμνειν καὶ ἐσ αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέροισ τῶν ἀεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 122)

    (디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 122)

  • οὔκ, ἀλλὰ πάνσεμνα, ὦ Σόλων, κατέλεξασ τὰ ἆθλα καὶ ἄξια τοῖσ τε διαθεῖσιν αὐτὰ φιλοτιμεῖσθαι ἐπὶ τῇ μεγαλοδωρεᾷ καὶ τοῖσ ἀγωνισταῖσ αὐτοῖσ ὑπερεσπουδακέναι περὶ τὴν ἀναίρεσιν τῶν τηλικούτων, ὥστε μήλων ἕνεκα καὶ σελίνων τοσαῦτα προπονεῖν καὶ κινδυνεύειν ἀγχομένουσ πρὸσ ἀλλήλων καὶ κατακλωμένουσ, ὡσ οὐκ ἐνὸν ἀπραγμόνωσ εὐπορῆσαι μήλων ὅτῳ ἐπιθυμία ἢ σελίνῳ ἐστεφανῶσθαι ἢ πίτυϊ μήτε πηλῷ καταχριόμενον τὸ πρόσωπον μήτε λακτιζόμενον εἰσ τὴν γαστέρα ὑπὸ τῶν ἀνταγωνιστῶν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 9:6)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 9:6)

  • τὰ μὲν γὰρ συμβόλαια πρὸσ τοὺσ ἐπὶ ταῖσ τραπέζαισ ἄνευ μαρτύρων γίνεται, τοῖσ ἀδικουμένοισ δὲ πρὸσ τοιούτουσ ἀνάγκη κινδυνεύειν, οἳ καὶ φίλουσ πολλοὺσ κέκτηνται καὶ χρήματα πολλὰ διαχειρίζουσι καὶ πιστοὶ διὰ τὴν τέχνην δοκοῦσιν εἶναι. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 19 1:6)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 19 1:6)

  • ὥστε ἔμοιγε δοκεῖ ἡ παρασιτικὴ κινδυνεύειν κατά γε τοῦτο καὶ σοφία εἶναι. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 30:2)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 30:2)

유의어

  1. to run a risk with

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION