헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κεῖμαι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κεῖμαι κείσομαι

형태분석: κεί (어간) + μαι (인칭어미)

  1. 위치하다, 쉬다, 휴식하다, 거짓말하다, 꼼짝않고 누워있다, 가만히 눕다, 자듯이 눕다
  2. 죽어 쓰러지다
  1. to lie, lie outstretched, to lie asleep, repose, lie idle, lie still
  2. to lie sick or wounded, lie in misery
  3. to lie dead
  4. to lie neglected, uncared for, unburied
  5. (of wrestlers) to have a fall

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κείμαι

(나는) 위치한다

κείσαι

(너는) 위치한다

κείται

(그는) 위치한다

쌍수 κείσθον

(너희 둘은) 위치한다

κείσθον

(그 둘은) 위치한다

복수 κείμεθα

(우리는) 위치한다

κείσθε

(너희는) 위치한다

κείνται

(그들은) 위치한다

접속법단수 κείωμαι

(나는) 위치하자

κείῃ

(너는) 위치하자

κείηται

(그는) 위치하자

쌍수 κείησθον

(너희 둘은) 위치하자

κείησθον

(그 둘은) 위치하자

복수 κειώμεθα

(우리는) 위치하자

κείησθε

(너희는) 위치하자

κείωνται

(그들은) 위치하자

기원법단수 κειίμην

(나는) 위치하기를 (바라다)

κείιο

(너는) 위치하기를 (바라다)

κείιτο

(그는) 위치하기를 (바라다)

쌍수 κείισθον

(너희 둘은) 위치하기를 (바라다)

κειίσθην

(그 둘은) 위치하기를 (바라다)

복수 κειίμεθα

(우리는) 위치하기를 (바라다)

κείισθε

(너희는) 위치하기를 (바라다)

κείιντο

(그들은) 위치하기를 (바라다)

명령법단수 κείσο

(너는) 위치해라

κείσθω

(그는) 위치해라

쌍수 κείσθον

(너희 둘은) 위치해라

κείσθων

(그 둘은) 위치해라

복수 κείσθε

(너희는) 위치해라

κείσθων

(그들은) 위치해라

부정사 κείσθαι

위치하는 것

분사 남성여성중성
κειμενος

κειμενου

κειμενη

κειμενης

κειμενον

κειμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κείσομαι

(나는) 위치하겠다

κείσει, κείσῃ

(너는) 위치하겠다

κείσεται

(그는) 위치하겠다

쌍수 κείσεσθον

(너희 둘은) 위치하겠다

κείσεσθον

(그 둘은) 위치하겠다

복수 κεισόμεθα

(우리는) 위치하겠다

κείσεσθε

(너희는) 위치하겠다

κείσονται

(그들은) 위치하겠다

기원법단수 κεισοίμην

(나는) 위치하겠기를 (바라다)

κείσοιο

(너는) 위치하겠기를 (바라다)

κείσοιτο

(그는) 위치하겠기를 (바라다)

쌍수 κείσοισθον

(너희 둘은) 위치하겠기를 (바라다)

κεισοίσθην

(그 둘은) 위치하겠기를 (바라다)

복수 κεισοίμεθα

(우리는) 위치하겠기를 (바라다)

κείσοισθε

(너희는) 위치하겠기를 (바라다)

κείσοιντο

(그들은) 위치하겠기를 (바라다)

부정사 κείσεσθαι

위치할 것

분사 남성여성중성
κεισομενος

κεισομενου

κεισομενη

κεισομενης

κεισομενον

κεισομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκείμην

(나는) 위치하고 있었다

ἐκείου, έ̓κεισο

(너는) 위치하고 있었다

έ̓κειτο

(그는) 위치하고 있었다

쌍수 έ̓κεισθον

(너희 둘은) 위치하고 있었다

ἐκείσθην

(그 둘은) 위치하고 있었다

복수 ἐκείμεθα

(우리는) 위치하고 있었다

έ̓κεισθε

(너희는) 위치하고 있었다

έ̓κειντο

(그들은) 위치하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ γὰρ ἡνίκ’ ἔμελλεν οὐ πεσοῦσα κείσεσθαι, οὐδ’ ἀνθρώπου τελευτῇ παραπλησίωσ πράξειν, ὥσπερ ἄλλαι τινὲσ ἤδη πρότερον πόλεισ, ἀλλ’ ἐπὶ κρειττόνων κρηπίδων ἀναστήσεσθαι, τηνικαῦτα ὑπολισθεῖν, πῶσ οὐκ εὐτυχίασ μέρει προσθείη τισ ἂν εὖ φρονῶν; (Aristides, Aelius, Orationes, 2:7)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 2:7)

  • καὶ τὸν μὲν ἐν τῷ ἑτέρῳ κεῖσθαι, ἐν τῷ ἑτέρῳ δὲ αὐτὸσ κείσεσθαι. (Aristides, Aelius, Orationes, 13:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 13:1)

  • Τιβέριον δὲ τὸν υἱωνόν, ὡσ τῆσ τε Ῥωμαίων ἀρχῆσ ὁμοῦ διαμάρτοι καὶ τῆσ σωτηρίασ κεχρημένον διὰ τὸ ἐπ’ ἄλλων κρειττόνων οὐκ ἀνεκτὸν εἰσηγησαμένω τὴν συναναστροφὴν κείσεσθαι τὴν σωτηρίαν αὐτῷ τοῦ συγγενοῦσ μὴ ὠφελεῖν δυναμένου, φόβῳ τε καὶ μίσει τοῦ ἐφεστηκότοσ χρησομένου πρὸσ αὐτόν, τὰ μὲν ὡσ προσεδρεύοντα τῇ ἀρχῇ, τὰ δὲ ὡσ ἀντεπιβουλεύειν ὑπέρ τε τῆσ σωτηρίασ καὶ τῆσ ἀντιλήψεωσ τῶν πραγμάτων μὴ ἀφησόμενον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 256:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 256:1)

유의어

  1. 위치하다

  2. to lie sick or wounded

  3. 죽어 쓰러지다

  4. to have a fall

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION