헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταγέλαστος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταγέλαστος καταγέλαστος καταγέλαστον

형태분석: καταγελαστ (어간) + ος (어미)

어원: from katagela/w

  1. 가소로운, 무미건조한, 맛없는
  1. ridiculous, absurd

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 καταγέλαστος

가소로운 (이)가

καταγέλαστον

가소로운 (것)가

속격 καταγελάστου

가소로운 (이)의

καταγελάστου

가소로운 (것)의

여격 καταγελάστῳ

가소로운 (이)에게

καταγελάστῳ

가소로운 (것)에게

대격 καταγέλαστον

가소로운 (이)를

καταγέλαστον

가소로운 (것)를

호격 καταγέλαστε

가소로운 (이)야

καταγέλαστον

가소로운 (것)야

쌍수주/대/호 καταγελάστω

가소로운 (이)들이

καταγελάστω

가소로운 (것)들이

속/여 καταγελάστοιν

가소로운 (이)들의

καταγελάστοιν

가소로운 (것)들의

복수주격 καταγέλαστοι

가소로운 (이)들이

καταγέλαστα

가소로운 (것)들이

속격 καταγελάστων

가소로운 (이)들의

καταγελάστων

가소로운 (것)들의

여격 καταγελάστοις

가소로운 (이)들에게

καταγελάστοις

가소로운 (것)들에게

대격 καταγελάστους

가소로운 (이)들을

καταγέλαστα

가소로운 (것)들을

호격 καταγέλαστοι

가소로운 (이)들아

καταγέλαστα

가소로운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Κεθήγου δὲ τοῦ ὑπατικοῦ, ὁπότε διὰ τῆσ Ἑλλάδοσ εἰσ τὴν Ἀσίαν ἀπῄει πρεσβεύσων τῷ πατρί, πολλὰ καταγέλαστα καὶ λέγοντοσ καὶ ποιοῦντοσ, ἐπειδὴ τῶν ἑταίρων τισ ὁρῶν ταῦτα ἔλεγεν αὐτὸν μέγα κάθαρμα εἶναι, Μὰ τὸν· (Lucian, (no name) 30:1)

    (루키아노스, (no name) 30:1)

  • καὶ μὴν οὐδ’ εἰπεῖν ἔχοισ ἂν κατὰ τὴν ἀξίαν ὅπωσ ἐστὶ καταγέλαστα, ὦ Χάρων, καὶ μάλιστα αἱ ἄγαν σπουδαὶ αὐτῶν καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ἐλπίδων οἴχεσθαι ἀναρπάστουσ γινομένουσ ὑπὸ τοῦ βελτίστου Θανάτου. (Lucian, Contemplantes, (no name) 17:1)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 17:1)

  • ἀτεχνῶσ γὰρ ἐλλεβόρου δεῖσθαί μοι δοκεῖ ἡ πόλισ αὐτῶν καταγέλαστα ὑφ’ αὑτῆσ πάσχουσα. (Lucian, Anacharsis, (no name) 39:9)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 39:9)

  • ἀνὴρ δὲ τίσ ὢν ὅλωσ,^ καὶ ταῦτα παιδείᾳ σύντροφοσ καὶ φιλοσοφίᾳ τὰ μέτρια ὡμιληκώσ, ἀφέμενοσ, ὦ Λυκῖνε, τοῦ περὶ τὰ βελτίω σπουδάζειν καὶ τοῖσ παλαιοῖσ συνεῖναι κάθηται καταυλούμενοσ, θηλυδρίαν ἄνθρωπον ὁρῶν ἐσθῆσι μαλακαῖσ καὶ ᾄσμασιν ἀκολάστοισ ἐναβρυνόμενον καὶ μιμούμενον ἐρωτικὰ γύναια, τῶν πάλαι τὰσ μαχλοτάτασ, Φαίδρασ καὶ Παρθενόπασ καὶ Ῥοδόπασ τινάσ, καὶ ταῦτα πάντα ὑπὸ κρούμασιν καὶ τερετίσμασι καὶ ποδῶν κτύπῳ, καταγέλαστα ὡσ ἀληθῶσ πράγματα καὶ ἥκιστα ἐλευθέρῳ ἀνδρὶ καὶ οἱῴ σοὶ πρέποντα ; (Lucian, De saltatione, (no name) 2:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 2:1)

  • ἐδάκρυον ἐπ’ αὐτοῖσ καθῃρημένοισ, ἄρτι δὲ αὐτὰ μὲν ἐδόκει μοι ταπεινὰ καὶ καταγέλαστα· (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 4:3)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 4:3)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION