헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθαίρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθαίρω καθαρῶ ἐκάθηρα κεκάθαρκα κεκάθαρμαι ἐκαθάρθην

형태분석: καθαίρ (어간) + ω (인칭어미)

어원: kaqaro/s

  1. 닦아내다, 씻다, 깨끗하게 하다
  2. 비우다, 깨끗이하다, 분명하다
  3. 잘라내다, 다듬다, 나누다, 가르다
  1. cleanse, make clean
  2. purge, clear
  3. remove growth from a plant, prune, sift

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθαίρω

(나는) 닦아낸다

καθαίρεις

(너는) 닦아낸다

καθαίρει

(그는) 닦아낸다

쌍수 καθαίρετον

(너희 둘은) 닦아낸다

καθαίρετον

(그 둘은) 닦아낸다

복수 καθαίρομεν

(우리는) 닦아낸다

καθαίρετε

(너희는) 닦아낸다

καθαίρουσιν*

(그들은) 닦아낸다

접속법단수 καθαίρω

(나는) 닦아내자

καθαίρῃς

(너는) 닦아내자

καθαίρῃ

(그는) 닦아내자

쌍수 καθαίρητον

(너희 둘은) 닦아내자

καθαίρητον

(그 둘은) 닦아내자

복수 καθαίρωμεν

(우리는) 닦아내자

καθαίρητε

(너희는) 닦아내자

καθαίρωσιν*

(그들은) 닦아내자

기원법단수 καθαίροιμι

(나는) 닦아내기를 (바라다)

καθαίροις

(너는) 닦아내기를 (바라다)

καθαίροι

(그는) 닦아내기를 (바라다)

쌍수 καθαίροιτον

(너희 둘은) 닦아내기를 (바라다)

καθαιροίτην

(그 둘은) 닦아내기를 (바라다)

복수 καθαίροιμεν

(우리는) 닦아내기를 (바라다)

καθαίροιτε

(너희는) 닦아내기를 (바라다)

καθαίροιεν

(그들은) 닦아내기를 (바라다)

명령법단수 κάθαιρε

(너는) 닦아내어라

καθαιρέτω

(그는) 닦아내어라

쌍수 καθαίρετον

(너희 둘은) 닦아내어라

καθαιρέτων

(그 둘은) 닦아내어라

복수 καθαίρετε

(너희는) 닦아내어라

καθαιρόντων, καθαιρέτωσαν

(그들은) 닦아내어라

부정사 καθαίρειν

닦아내는 것

분사 남성여성중성
καθαιρων

καθαιροντος

καθαιρουσα

καθαιρουσης

καθαιρον

καθαιροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθαίρομαι

(나는) 닦아내여진다

καθαίρει, καθαίρῃ

(너는) 닦아내여진다

καθαίρεται

(그는) 닦아내여진다

쌍수 καθαίρεσθον

(너희 둘은) 닦아내여진다

καθαίρεσθον

(그 둘은) 닦아내여진다

복수 καθαιρόμεθα

(우리는) 닦아내여진다

καθαίρεσθε

(너희는) 닦아내여진다

καθαίρονται

(그들은) 닦아내여진다

접속법단수 καθαίρωμαι

(나는) 닦아내여지자

καθαίρῃ

(너는) 닦아내여지자

καθαίρηται

(그는) 닦아내여지자

쌍수 καθαίρησθον

(너희 둘은) 닦아내여지자

καθαίρησθον

(그 둘은) 닦아내여지자

복수 καθαιρώμεθα

(우리는) 닦아내여지자

καθαίρησθε

(너희는) 닦아내여지자

καθαίρωνται

(그들은) 닦아내여지자

기원법단수 καθαιροίμην

(나는) 닦아내여지기를 (바라다)

καθαίροιο

(너는) 닦아내여지기를 (바라다)

καθαίροιτο

(그는) 닦아내여지기를 (바라다)

쌍수 καθαίροισθον

(너희 둘은) 닦아내여지기를 (바라다)

καθαιροίσθην

(그 둘은) 닦아내여지기를 (바라다)

복수 καθαιροίμεθα

(우리는) 닦아내여지기를 (바라다)

καθαίροισθε

(너희는) 닦아내여지기를 (바라다)

καθαίροιντο

(그들은) 닦아내여지기를 (바라다)

명령법단수 καθαίρου

(너는) 닦아내여져라

καθαιρέσθω

(그는) 닦아내여져라

쌍수 καθαίρεσθον

(너희 둘은) 닦아내여져라

καθαιρέσθων

(그 둘은) 닦아내여져라

복수 καθαίρεσθε

(너희는) 닦아내여져라

καθαιρέσθων, καθαιρέσθωσαν

(그들은) 닦아내여져라

부정사 καθαίρεσθαι

닦아내여지는 것

분사 남성여성중성
καθαιρομενος

καθαιρομενου

καθαιρομενη

καθαιρομενης

καθαιρομενον

καθαιρομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθάρω

(나는) 닦아내겠다

καθάρεις

(너는) 닦아내겠다

καθάρει

(그는) 닦아내겠다

쌍수 καθάρειτον

(너희 둘은) 닦아내겠다

καθάρειτον

(그 둘은) 닦아내겠다

복수 καθάρουμεν

(우리는) 닦아내겠다

καθάρειτε

(너희는) 닦아내겠다

καθάρουσιν*

(그들은) 닦아내겠다

기원법단수 καθάροιμι

(나는) 닦아내겠기를 (바라다)

καθάροις

(너는) 닦아내겠기를 (바라다)

καθάροι

(그는) 닦아내겠기를 (바라다)

쌍수 καθάροιτον

(너희 둘은) 닦아내겠기를 (바라다)

καθαροίτην

(그 둘은) 닦아내겠기를 (바라다)

복수 καθάροιμεν

(우리는) 닦아내겠기를 (바라다)

καθάροιτε

(너희는) 닦아내겠기를 (바라다)

καθάροιεν

(그들은) 닦아내겠기를 (바라다)

부정사 καθάρειν

닦아낼 것

분사 남성여성중성
καθαρων

καθαρουντος

καθαρουσα

καθαρουσης

καθαρουν

καθαρουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθάρουμαι

(나는) 닦아내여지겠다

καθάρει, καθάρῃ

(너는) 닦아내여지겠다

καθάρειται

(그는) 닦아내여지겠다

쌍수 καθάρεισθον

(너희 둘은) 닦아내여지겠다

καθάρεισθον

(그 둘은) 닦아내여지겠다

복수 καθαροῦμεθα

(우리는) 닦아내여지겠다

καθάρεισθε

(너희는) 닦아내여지겠다

καθάρουνται

(그들은) 닦아내여지겠다

기원법단수 καθαροίμην

(나는) 닦아내여지겠기를 (바라다)

καθάροιο

(너는) 닦아내여지겠기를 (바라다)

καθάροιτο

(그는) 닦아내여지겠기를 (바라다)

쌍수 καθάροισθον

(너희 둘은) 닦아내여지겠기를 (바라다)

καθαροίσθην

(그 둘은) 닦아내여지겠기를 (바라다)

복수 καθαροίμεθα

(우리는) 닦아내여지겠기를 (바라다)

καθάροισθε

(너희는) 닦아내여지겠기를 (바라다)

καθάροιντο

(그들은) 닦아내여지겠기를 (바라다)

부정사 καθάρεισθαι

닦아내여질 것

분사 남성여성중성
καθαρουμενος

καθαρουμενου

καθαρουμενη

καθαρουμενης

καθαρουμενον

καθαρουμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθαρθήσομαι

(나는) 닦아내여지겠다

καθαρθήσῃ

(너는) 닦아내여지겠다

καθαρθήσεται

(그는) 닦아내여지겠다

쌍수 καθαρθήσεσθον

(너희 둘은) 닦아내여지겠다

καθαρθήσεσθον

(그 둘은) 닦아내여지겠다

복수 καθαρθησόμεθα

(우리는) 닦아내여지겠다

καθαρθήσεσθε

(너희는) 닦아내여지겠다

καθαρθήσονται

(그들은) 닦아내여지겠다

기원법단수 καθαρθησοίμην

(나는) 닦아내여지겠기를 (바라다)

καθαρθήσοιο

(너는) 닦아내여지겠기를 (바라다)

καθαρθήσοιτο

(그는) 닦아내여지겠기를 (바라다)

쌍수 καθαρθήσοισθον

(너희 둘은) 닦아내여지겠기를 (바라다)

καθαρθησοίσθην

(그 둘은) 닦아내여지겠기를 (바라다)

복수 καθαρθησοίμεθα

(우리는) 닦아내여지겠기를 (바라다)

καθαρθήσοισθε

(너희는) 닦아내여지겠기를 (바라다)

καθαρθήσοιντο

(그들은) 닦아내여지겠기를 (바라다)

부정사 καθαρθήσεσθαι

닦아내여질 것

분사 남성여성중성
καθαρθησομενος

καθαρθησομενου

καθαρθησομενη

καθαρθησομενης

καθαρθησομενον

καθαρθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκάθαιρον

(나는) 닦아내고 있었다

ἐκάθαιρες

(너는) 닦아내고 있었다

ἐκάθαιρεν*

(그는) 닦아내고 있었다

쌍수 ἐκαθαίρετον

(너희 둘은) 닦아내고 있었다

ἐκαθαιρέτην

(그 둘은) 닦아내고 있었다

복수 ἐκαθαίρομεν

(우리는) 닦아내고 있었다

ἐκαθαίρετε

(너희는) 닦아내고 있었다

ἐκάθαιρον

(그들은) 닦아내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκαθαιρόμην

(나는) 닦아내여지고 있었다

ἐκαθαίρου

(너는) 닦아내여지고 있었다

ἐκαθαίρετο

(그는) 닦아내여지고 있었다

쌍수 ἐκαθαίρεσθον

(너희 둘은) 닦아내여지고 있었다

ἐκαθαιρέσθην

(그 둘은) 닦아내여지고 있었다

복수 ἐκαθαιρόμεθα

(우리는) 닦아내여지고 있었다

ἐκαθαίρεσθε

(너희는) 닦아내여지고 있었다

ἐκαθαίροντο

(그들은) 닦아내여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκάθηρα

(나는) 닦아내었다

ἐκάθηρας

(너는) 닦아내었다

ἐκάθηρεν*

(그는) 닦아내었다

쌍수 ἐκαθήρατον

(너희 둘은) 닦아내었다

ἐκαθηράτην

(그 둘은) 닦아내었다

복수 ἐκαθήραμεν

(우리는) 닦아내었다

ἐκαθήρατε

(너희는) 닦아내었다

ἐκάθηραν

(그들은) 닦아내었다

접속법단수 καθήρω

(나는) 닦아내었자

καθήρῃς

(너는) 닦아내었자

καθήρῃ

(그는) 닦아내었자

쌍수 καθήρητον

(너희 둘은) 닦아내었자

καθήρητον

(그 둘은) 닦아내었자

복수 καθήρωμεν

(우리는) 닦아내었자

καθήρητε

(너희는) 닦아내었자

καθήρωσιν*

(그들은) 닦아내었자

기원법단수 καθήραιμι

(나는) 닦아내었기를 (바라다)

καθήραις

(너는) 닦아내었기를 (바라다)

καθήραι

(그는) 닦아내었기를 (바라다)

쌍수 καθήραιτον

(너희 둘은) 닦아내었기를 (바라다)

καθηραίτην

(그 둘은) 닦아내었기를 (바라다)

복수 καθήραιμεν

(우리는) 닦아내었기를 (바라다)

καθήραιτε

(너희는) 닦아내었기를 (바라다)

καθήραιεν

(그들은) 닦아내었기를 (바라다)

명령법단수 κάθηρον

(너는) 닦아내었어라

καθηράτω

(그는) 닦아내었어라

쌍수 καθήρατον

(너희 둘은) 닦아내었어라

καθηράτων

(그 둘은) 닦아내었어라

복수 καθήρατε

(너희는) 닦아내었어라

καθηράντων

(그들은) 닦아내었어라

부정사 καθήραι

닦아내었는 것

분사 남성여성중성
καθηρᾱς

καθηραντος

καθηρᾱσα

καθηρᾱσης

καθηραν

καθηραντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκαθηράμην

(나는) 닦아내여졌다

ἐκαθήρω

(너는) 닦아내여졌다

ἐκαθήρατο

(그는) 닦아내여졌다

쌍수 ἐκαθήρασθον

(너희 둘은) 닦아내여졌다

ἐκαθηράσθην

(그 둘은) 닦아내여졌다

복수 ἐκαθηράμεθα

(우리는) 닦아내여졌다

ἐκαθήρασθε

(너희는) 닦아내여졌다

ἐκαθήραντο

(그들은) 닦아내여졌다

접속법단수 καθήρωμαι

(나는) 닦아내여졌자

καθήρῃ

(너는) 닦아내여졌자

καθήρηται

(그는) 닦아내여졌자

쌍수 καθήρησθον

(너희 둘은) 닦아내여졌자

καθήρησθον

(그 둘은) 닦아내여졌자

복수 καθηρώμεθα

(우리는) 닦아내여졌자

καθήρησθε

(너희는) 닦아내여졌자

καθήρωνται

(그들은) 닦아내여졌자

기원법단수 καθηραίμην

(나는) 닦아내여졌기를 (바라다)

καθήραιο

(너는) 닦아내여졌기를 (바라다)

καθήραιτο

(그는) 닦아내여졌기를 (바라다)

쌍수 καθήραισθον

(너희 둘은) 닦아내여졌기를 (바라다)

καθηραίσθην

(그 둘은) 닦아내여졌기를 (바라다)

복수 καθηραίμεθα

(우리는) 닦아내여졌기를 (바라다)

καθήραισθε

(너희는) 닦아내여졌기를 (바라다)

καθήραιντο

(그들은) 닦아내여졌기를 (바라다)

명령법단수 κάθηραι

(너는) 닦아내여졌어라

καθηράσθω

(그는) 닦아내여졌어라

쌍수 καθήρασθον

(너희 둘은) 닦아내여졌어라

καθηράσθων

(그 둘은) 닦아내여졌어라

복수 καθήρασθε

(너희는) 닦아내여졌어라

καθηράσθων

(그들은) 닦아내여졌어라

부정사 καθήρεσθαι

닦아내여졌는 것

분사 남성여성중성
καθηραμενος

καθηραμενου

καθηραμενη

καθηραμενης

καθηραμενον

καθηραμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκαθάρθην

(나는) 닦아내여졌다

ἐκαθάρθης

(너는) 닦아내여졌다

ἐκαθάρθη

(그는) 닦아내여졌다

쌍수 ἐκαθάρθητον

(너희 둘은) 닦아내여졌다

ἐκαθαρθήτην

(그 둘은) 닦아내여졌다

복수 ἐκαθάρθημεν

(우리는) 닦아내여졌다

ἐκαθάρθητε

(너희는) 닦아내여졌다

ἐκαθάρθησαν

(그들은) 닦아내여졌다

접속법단수 καθάρθω

(나는) 닦아내여졌자

καθάρθῃς

(너는) 닦아내여졌자

καθάρθῃ

(그는) 닦아내여졌자

쌍수 καθάρθητον

(너희 둘은) 닦아내여졌자

καθάρθητον

(그 둘은) 닦아내여졌자

복수 καθάρθωμεν

(우리는) 닦아내여졌자

καθάρθητε

(너희는) 닦아내여졌자

καθάρθωσιν*

(그들은) 닦아내여졌자

기원법단수 καθαρθείην

(나는) 닦아내여졌기를 (바라다)

καθαρθείης

(너는) 닦아내여졌기를 (바라다)

καθαρθείη

(그는) 닦아내여졌기를 (바라다)

쌍수 καθαρθείητον

(너희 둘은) 닦아내여졌기를 (바라다)

καθαρθειήτην

(그 둘은) 닦아내여졌기를 (바라다)

복수 καθαρθείημεν

(우리는) 닦아내여졌기를 (바라다)

καθαρθείητε

(너희는) 닦아내여졌기를 (바라다)

καθαρθείησαν

(그들은) 닦아내여졌기를 (바라다)

명령법단수 καθάρθητι

(너는) 닦아내여졌어라

καθαρθήτω

(그는) 닦아내여졌어라

쌍수 καθάρθητον

(너희 둘은) 닦아내여졌어라

καθαρθήτων

(그 둘은) 닦아내여졌어라

복수 καθάρθητε

(너희는) 닦아내여졌어라

καθαρθέντων

(그들은) 닦아내여졌어라

부정사 καθαρθῆναι

닦아내여졌는 것

분사 남성여성중성
καθαρθεις

καθαρθεντος

καθαρθεισα

καθαρθεισης

καθαρθεν

καθαρθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεκάθαρκα

(나는) 닦아내었다

κεκάθαρκας

(너는) 닦아내었다

κεκάθαρκεν*

(그는) 닦아내었다

쌍수 κεκαθάρκατον

(너희 둘은) 닦아내었다

κεκαθάρκατον

(그 둘은) 닦아내었다

복수 κεκαθάρκαμεν

(우리는) 닦아내었다

κεκαθάρκατε

(너희는) 닦아내었다

κεκαθάρκᾱσιν*

(그들은) 닦아내었다

접속법단수 κεκαθάρκω

(나는) 닦아내었자

κεκαθάρκῃς

(너는) 닦아내었자

κεκαθάρκῃ

(그는) 닦아내었자

쌍수 κεκαθάρκητον

(너희 둘은) 닦아내었자

κεκαθάρκητον

(그 둘은) 닦아내었자

복수 κεκαθάρκωμεν

(우리는) 닦아내었자

κεκαθάρκητε

(너희는) 닦아내었자

κεκαθάρκωσιν*

(그들은) 닦아내었자

기원법단수 κεκαθάρκοιμι

(나는) 닦아내었기를 (바라다)

κεκαθάρκοις

(너는) 닦아내었기를 (바라다)

κεκαθάρκοι

(그는) 닦아내었기를 (바라다)

쌍수 κεκαθάρκοιτον

(너희 둘은) 닦아내었기를 (바라다)

κεκαθαρκοίτην

(그 둘은) 닦아내었기를 (바라다)

복수 κεκαθάρκοιμεν

(우리는) 닦아내었기를 (바라다)

κεκαθάρκοιτε

(너희는) 닦아내었기를 (바라다)

κεκαθάρκοιεν

(그들은) 닦아내었기를 (바라다)

명령법단수 κεκάθαρκε

(너는) 닦아내었어라

κεκαθαρκέτω

(그는) 닦아내었어라

쌍수 κεκαθάρκετον

(너희 둘은) 닦아내었어라

κεκαθαρκέτων

(그 둘은) 닦아내었어라

복수 κεκαθάρκετε

(너희는) 닦아내었어라

κεκαθαρκόντων

(그들은) 닦아내었어라

부정사 κεκαθαρκέναι

닦아내었는 것

분사 남성여성중성
κεκαθαρκως

κεκαθαρκοντος

κεκαθαρκυῑα

κεκαθαρκυῑᾱς

κεκαθαρκον

κεκαθαρκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεκάθαρμαι

(나는) 닦아내여졌다

κεκάθαρσαι

(너는) 닦아내여졌다

κεκάθαρται

(그는) 닦아내여졌다

쌍수 κεκάθαρθον

(너희 둘은) 닦아내여졌다

κεκάθαρθον

(그 둘은) 닦아내여졌다

복수 κεκαθάρμεθα

(우리는) 닦아내여졌다

κεκάθαρθε

(너희는) 닦아내여졌다

κεκαθάραται

(그들은) 닦아내여졌다

명령법단수 κεκάθαρσο

(너는) 닦아내여졌어라

κεκαθάρθω

(그는) 닦아내여졌어라

쌍수 κεκάθαρθον

(너희 둘은) 닦아내여졌어라

κεκαθάρθων

(그 둘은) 닦아내여졌어라

복수 κεκάθαρθε

(너희는) 닦아내여졌어라

κεκαθάρθων

(그들은) 닦아내여졌어라

부정사 κεκάθαρθαι

닦아내여졌는 것

분사 남성여성중성
κεκαθαρμενος

κεκαθαρμενου

κεκαθαρμενη

κεκαθαρμενης

κεκαθαρμενον

κεκαθαρμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ μετὰ σκληρότητοσ καθαίρεται τὸ μελάνθιον, οὐδὲ τροχὸσ ἁμάξησ περιάξει ἐπὶ τὸν κύμινον, ἀλλὰ ράβδῳ τινάσσεται τὸ μελάνθιον, (Septuagint, Liber Isaiae 28:27)

    (70인역 성경, 이사야서 28:27)

  • πνεύματοσ ἐπιπολάζον ἐμπλανᾶται καὶ βαρύνει, τὸν μὲν ἄλλον χρόνον εἴθισται καὶ μεμελέτηκεν ἐμμήνοισ ἡμερῶν περιόδοισ ὀχετοὺσ καὶ πόρουσ αὐτῷ τῆσ φύσεωσ ἀναστομούσησ ἀποχεόμενον τὸ μὲν ἄλλο σῶμα κουφίζειν καὶ καθαίρειν, τὴν δ’ ὑστέραν οἱο͂ν ἀρότῳ καὶ σπόρῳ γῆν ἐν φυτοῖσ ὀργῶσαν ἐν καιρῷ παρέχειν. (Plutarch, De amore prolis, section 3 8:1)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 3 8:1)

  • τοῦ γὰρ αἵματοσ ὅσον περίττωμα τῆσ χρείασ ἐν ταῖσ γυναιξὶ δι’ ἀμβλύτητα καὶ μικρότητα τὸν πνεύματοσ ἐπιπολάζον ἐμπλανᾶται καὶ βαρύνει, τὸν μὲν ἄλλον χρόνον εἴθισται καὶ μεμελέτηκεν ἐμμήνοισ ἡμερῶν περιόδοισ ὀχετοὺσ καὶ πόρουσ αὐτῷ τῆσ φύσεωσ ἀναστομούσησ ἀποχεόμενον ἀποχεόμενον τὸ μὲν ἄλλο σῶμα κουφίζειν καὶ καθαίρειν, τὴν δ’ ὑστέραν οἱο͂ν ἀρότῳ καὶ σπόρῳ γῆν ὀργῶσαν ἐν καιρῷ παρέχειν. (Plutarch, De amore prolis, section 3 2:1)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 3 2:1)

  • τὴν μὲν γὰρ θάλασσαν, ὅταν ἐκταραχθεῖσα τοῖσ πνεύμασι τὰ βρύα καὶ τὸ φῦκοσ ἀναβάλλῃ, καθαίρεσθαι λέγουσιν· (Plutarch, De cohibenda ira, section 6 13:2)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 6 13:2)

  • τὴν μὲν γὰρ θάλασσαν, ὅταν ἐκταραχθεῖσα τοῖσ πνεύμασι τὰ βρύα καὶ τὸ φῦκοσ ἀναβάλλῃ, καθαίρεσθαι λέγουσιν ἃ δ’ ὁ θυμὸσ ἐκβράσσει τῆσ ψυχῆσ περιτρεπομένησ ἀκόλαστα καὶ πικρὰ καὶ σπερμολόγα ῥήματα, τοὺσ λέγοντασ πρώτουσ καταρρυπαίνει καὶ καταπίμπλησιν ἀδοξίασ, ὡσ ἀεὶ μὲν ἔχοντασ ἐν αὑτοῖσ ταῦτα καὶ πλήρεισ ὄντασ, ὑπὸ δὲ τῆσ ὀργῆσ ἀνακαλυπτομένουσ. (Plutarch, De cohibenda ira, section 6 4:2)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 6 4:2)

  • εἰπὸν αὐτῷ. οὕτωσ εἶπε Κύριοσ. ἰδοὺ οὓσ ἐγὼ ᾠκοδόμησα, ἐγὼ καθαιρῷ, καὶ οὓσ ἐγὼ ἐφύτευσα, ἐγὼ ἐκτίλλω. (Septuagint, Liber Ieremiae 51:34)

    (70인역 성경, 예레미야서 51:34)

유의어

  1. 닦아내다

  2. 비우다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION