καλλωπισμός
2군 변화 명사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καλλωπισμός
καλλωπισμοῦ
형태분석:
καλλωπισμ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 장식, 장신구, 꾸밈
- an adorning oneself, making a display
- ornamentation, ornament
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "μοιχὸσ ἐν Σπάρτῃ γένοιτο ἐν ᾗ πλοῦτοσ μὲν καὶ τρυφὴ καὶ καλλωπισμὸσ ἀτιμάζονται, αἰδὼσ δὲ καὶ εὐκοσμία καὶ τῶν ἡγουμένων πειθὼ πρεσβεύονται; (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 20 1:4)
(플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 20 1:4)
- "μοιχὸσ ἐν Σπάρτῃ γένοιτο, ἐν πλοῦτοσ μὲν καὶ τρυφὴ καὶ καλλωπισμὸσ· (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 20 3:1)
(플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 20 3:1)
- ἐσπούδαζον γὰρ τὰσ ἀκολουθίασ καὶ τὰσ ἐσθῆτασ διαφερόντωσ, καί τισ ἦν περὶ τοὺσ πλείστουσ καλλωπισμόσ, ὑπερέχων τὴν ἐκ τοῦ βίου χορηγίαν. (Polybius, Histories, book 11, chapter 8 5:1)
(폴리비오스, Histories, book 11, chapter 8 5:1)
- καθόλου δ’ ἠξίου διαλαμβάνειν ὡσ ὁ μὲν ἐν τοῖσ ἱματίοισ καλλωπισμὸσ γυναικόσ ἐστι, καὶ ταύτησ οὐ λίαν σώφρονοσ, ἡ δ’ ἐν τοῖσ ὅπλοισ πολυτέλεια καὶ σεμνότησ ἀνδρῶν ἀγαθῶν, προαιρουμένων ἑαυτοὺσ καὶ τὰσ πατρίδασ ἐνδόξωσ σῴζειν. (Polybius, Histories, book 11, chapter 9 7:1)
(폴리비오스, Histories, book 11, chapter 9 7:1)
유의어
-
장식
- ἀγλάισμα (장식, 장신구, 꾸밈)
- πέλτη (a horse's ornament)
- ἀσπίς (ornament in this form)
- ἀνάθημα (기쁨, 장식, 장신구)
- παρήιον (the cheek-ornament)
- ἐγκαλλώπισμα (장식, 장신구, 꾸밈)
- κόσμημα (장식, 장신구, 꾸밈)
- κόσμος (장식, 장신구, 꾸밈)
- καλλώπισμα (장식, 장신구, 꾸밈)
- φόρημα (장식, 장신구, 꾸밈)