καλλωπισμός
2군 변화 명사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καλλωπισμός
καλλωπισμοῦ
형태분석:
καλλωπισμ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 장식, 장신구, 꾸밈
- an adorning oneself, making a display
- ornamentation, ornament
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐκκρούεται γὰρ ὑπὸ τῆσ τούτων παρουσίασ ὁ τῶν ἐρωμένων πόθοσ, εἰ μὴ ἄρα τοῦ περὶ αὑτοὺσ κόσμου χάριν, καθάπερ ἄλλο τι τῶν πρὸσ καλλωπισμὸν συντεινόντων, ἔχουσί τε ταῦτα καὶ χαίρουσιν αὐτοῖσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 797)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 797)
- μυρία τούτου τεκμήρια φέρειν ἔχοι τισ ἄν, ἀλλ’ ἀπόχρη λόγοσ εἷσ οὗτοσ ἐπιδείξασθαι τὴν κενοσπουδίαν τοῦ ἀνδρόσ, ᾗ κέχρηται περὶ τὸν περιττὸν καλλωπισμὸν τῆσ ἀπαγγελίασ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 25 1:7)
(디오니시오스, De Demosthene, chapter 25 1:7)
- διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸν καλλωπισμὸν τῆσ πόλεωσ ἀπήλασεν. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 15 1:1)
(플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 15 1:1)
- πᾶσι δὲ τοῖσ περὶ τὸν τοῦ σώματοσ καλλωπισμὸν δημιουργοῖσ ἀνεπίβατον ἐποίησε τὴν Σπάρτην, ὡσ διὰ τῆσ κακοτεχνίασ τὰσ τέχνασ λυμαινομένοισ. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 191)
(플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 191)
- διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸν καλλωπισμὸν τῆσ πόλεωσ; (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 15 1:1)
(플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 15 1:1)
유의어
-
장식
- ἀγλάισμα (장식, 장신구, 꾸밈)
- πέλτη (a horse's ornament)
- ἀσπίς (ornament in this form)
- ἀνάθημα (기쁨, 장식, 장신구)
- παρήιον (the cheek-ornament)
- ἐγκαλλώπισμα (장식, 장신구, 꾸밈)
- κόσμημα (장식, 장신구, 꾸밈)
- κόσμος (장식, 장신구, 꾸밈)
- καλλώπισμα (장식, 장신구, 꾸밈)
- φόρημα (장식, 장신구, 꾸밈)