- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φιλεργία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: philergia 고전 발음: [필레기아] 신약 발음: [필래기아]

기본형: φιλεργία

형태분석: φιλεργι (어간) + α (어미)

  1. 산업, 기술, 설계
  1. love of labour, industry

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φιλεργία

산업이

φιλεργία

산업들이

φιλεργίαι

산업들이

속격 φιλεργίας

산업의

φιλεργίαιν

산업들의

φιλεργιῶν

산업들의

여격 φιλεργίᾳ

산업에게

φιλεργίαιν

산업들에게

φιλεργίαις

산업들에게

대격 φιλεργίαν

산업을

φιλεργία

산업들을

φιλεργίας

산업들을

호격 φιλεργία

산업아

φιλεργία

산업들아

φιλεργίαι

산업들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὕτη δ ἡ φιλεργία τὴν σωφροσύνην αὐτῆς καταμηνύει: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 17 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 17 3:2)

  • θηλειῶν δὲ ἀρετὴ σώματος μὲν κάλλος καὶ μέγεθος, ψυχῆς δὲ σωφροσύνη καὶ φιλεργία ἄνευ ἀνελευθερίας. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 5 6:5)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 5 6:5)

  • ἃ δὲ ἔστι παῤ αὐτῶν, ἔχειν, εὐταξίᾳ τῶν ἄλλων δήμων διαφέροντας, αἰδοῖ, τῷ πείθεσθαι τοῖς ἀγαθοῖς ἀνδράσι, φιλεργίᾳ, σωφροσύνῃ τῇ περὶ τὸν καθ᾿ ἡμέραν βίον, τῷ μήτε τῶν σωμάτων ἀμελεῖν μήτε τῆς ψυχῆς, καθ᾿ ὅσον ἑκάστῳ σχολὴν δίδωσι τὰ αὑτοῦ πράγματα, τῷ προθύμως ἐκτρέφειν τέκνα καὶ παιδεύειν, τῷ παρέχειν Ἑλληνικὴν τῷ ὄντι καὶ ἀθόρυβον καὶ καθεστῶσαν τὴν πόλιν καὶ τὸ δριμὺ καὶ τὸ ἀνδρεῖον τῆς φύσεως καὶ τὴν σύνεσιν ἐπὶ τὰ μείζω καὶ καλλίω τρέπειν, διχοφροσύνης δὲ καὶ ταραχῆς καὶ τοῦ προσκρούειν ἀλλήλοις ὡς οἱό῀ν τε ἀπέχεσθαι. (Dio, Chrysostom, Orationes, 19:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 19:1)

유의어

  1. 산업

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION