헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάλλος

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κάλλος κάλλεος

형태분석: καλλο (어간) + ς (어미)

어원: kalo/s

  1. 아름다움, 미
  2. 미인, 아름다운 물건
  1. beauty
  2. a beautiful person or thing

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κάλλος

아름다움이

κάλλει

아름다움들이

κάλλη

아름다움들이

속격 κάλλους

아름다움의

κάλλοιν

아름다움들의

καλλέων

아름다움들의

여격 κάλλει

아름다움에게

κάλλοιν

아름다움들에게

κάλλεσιν*

아름다움들에게

대격 κάλλος

아름다움을

κάλλει

아름다움들을

κάλλη

아름다움들을

호격 κάλλος

아름다움아

κάλλει

아름다움들아

κάλλη

아름다움들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Νεφθαλεὶμ στέλεχοσ ἀνειμένον, ἐπιδιδοὺσ ἐν τῷ γεννήματι κάλλοσ. (Septuagint, Liber Genesis 49:21)

    (70인역 성경, 창세기 49:21)

  • πρωτότοκοσ ταύρου τὸ κάλλοσ αὐτοῦ, κέρατα μονοκέρωτοσ τὰ κέρατα αὐτοῦ. ἐν αὐτοῖσ ἔθνη κερατιεῖ ἅμα ἕωσ ἀπ̓ ἄκρου γῆσ. αὗται μυριάδεσ Ἐφραί̈μ, καὶ αὗται χιλιάδεσ Μανασσῆ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 33:17)

    (70인역 성경, 신명기 33:17)

  • καὶ ἀπέστειλε καὶ εἰσήγαγεν αὐτόν. καὶ αὐτὸσ πυρράκησ μετὰ κάλλουσ ὀφθαλμῶν καὶ ἀγαθὸσ ὁράσει Κυρίῳ. καὶ εἶπε Κύριοσ πρὸσ Σαμουήλ. ἀνάστα καὶ χρῖσον τὸν Δαυίδ, ὅτι οὗτόσ ἐστιν ἀγαθόσ. (Septuagint, Liber I Samuelis 16:12)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 16:12)

  • καὶ εἶδε Γολιὰθ τὸν Δαυὶδ καὶ ἐξητίμασεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸσ ἦν παιδάριον καὶ αὐτὸσ πυρράκησ μετὰ κάλλουσ ὀφθαλμῶν. (Septuagint, Liber I Samuelis 17:21)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 17:21)

  • ἐὰν δὲ συναγάγωσι χρυσίον καὶ ἀργύριον καὶ πᾶν πρᾶγμα ὡραῖον καὶ ἴδωσι γυναῖκα μίαν καλὴν τῷ εἴδει καὶ τῷ κάλλει, (Septuagint, Liber Esdrae I 4:18)

    (70인역 성경, 에즈라기 4:18)

  • τὸ σανδάλιον αὐτῆσ ἥρπασεν ὀφθαλμὸν αὐτοῦ, καὶ τὸ κάλλοσ αὐτῆσ ᾐχμαλώτισε ψυχὴν αὐτοῦ, διῆλθεν ὁ ἀκινάκησ τὸν τράχηλον αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iudith 16:9)

    (70인역 성경, 유딧기 16:9)

  • εἰσαγαγεῖν τὴν βασίλισσαν πρὸσ αὐτόν, βασιλεύειν αὐτὴν καὶ περιθεῖναι αὐτῇ τὸ διάδημα καὶ δεῖξαι τοῖσ ἄρχουσι καὶ τοῖσ ἔθνεσι τὸ κάλλοσ αὐτῆσ, ὅτι καλὴ ἦν. (Septuagint, Liber Esther 1:28)

    (70인역 성경, 에스테르기 1:28)

  • καὶ ἐστέναξαν ἄρχοντεσ καὶ πρεσβύτεροι, παρθένοι καὶ νεανίσκοι ἠσθένησαν, καὶ τὸ κάλλοσ τῶν γυναικῶν ἠλλοιώθη. (Septuagint, Liber Maccabees I 1:26)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 1:26)

유의어

  1. 아름다움

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION