καλέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
καλέω
καλῶ
ἐκάλεσα
κέκληκα
κέκλημαι
ἐκλήθην
Structure:
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: kale/sw is aor1 subj.
Sense
- I call, summon, I invite
- I invoke
- (law) I summon, sue
- I demand, require
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὁ δὲ Ἀγησίλαοσ ἐπὶ τὴν ἐναντίαν ὁδὸν ἦλθε, καὶ τὸ πολεμεῖν καὶ τὸ προσκρούειν αὐτοῖσ ἐάσασ ἐθεράπευε, πάσησ μὲν ἀπ’ ἐκείνων πράξεωσ ἀρχόμενοσ, εἰ δὲ κληθείη, θᾶττον ἢ βάδην ἐπειγόμενοσ, ὁσάκισ δὲ τύχοι καθήμενοσ ἐν τῷ βασιλικῷ θώκῳ καὶ χρηματίζων, ἐπιοῦσι τοῖσ ἐφόροισ ὑπεξανίστατο, τῶν δ’ εἰσ τὴν γερουσίαν ἀεὶ καταταττομένων ἑκάστῳ χλαῖναν ἔπεμπε καὶ βοῦν ἀριστεῖον. (Plutarch, Agesilaus, chapter 4 3:1)
- παρὰ δὲ τούτων οἱ δεκάδαρχοι μαθόντεσ ἐξῆγον τοὺσ ὑποτεταγμένουσ ἑαυτοῖσ ἕκαστοι, ἀφ’ ἑνόσ τε κελεύσματοσ εἴτε πᾶσα ἡ δύναμισ εἴτε μοῖρά τισ ἐξ αὐτῆσ κληθείη τὰ ὅπλα ἔχουσα παρῆν εἰσ τὸν ἀποδειχθέντα τόπον εὐτρεπήσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 14 7:2)
- τῇ δὴ τῆσ κινήσεωσ τάξει ῥυθμὸσ ὄνομα εἰή, τῇ δὲ αὖ τῆσ φωνῆσ, τοῦ τε ὀξέοσ ἅμα καὶ βαρέοσ συγκεραννυμένων, ἁρμονία ὄνομα προσαγορεύοιτο, χορεία δὲ τὸ συναμφότερον κληθείη. (Plato, Laws, book 2 75:3)
- ἐγγενομένου μὲν γὰρ ἀνδρὸσ ἑνὸσ ἐν τοῖσ ἄρχουσι διαφέροντοσ βασιλεία ἂν κληθείη, πλειόνων δὲ ἀριστοκρατία. (Plato, Republic, book 4 611:2)
- ταῦτά τε δὴ δικαίωσ ἐπιτιμᾷ τοῖσ συγγραφεῦσι Ποσειδώνιοσ καὶ οὐ κακῶσ εἰκάζει, διότι λῃστρικοὶ ὄντεσ καὶ πλάνητεσ οἱ Κίμβροι καὶ μέχρι τῶν περὶ τὴν Μαιῶτιν ποιήσαιντο στρατείαν, ἀπ’ ἐκείνων δὲ καὶ ὁ Κιμμέριοσ κληθείη Βόσποροσ, οἱο͂ν Κιμβρικόσ, Κιμμερίουσ τοὺσ Κίμβρουσ ὀνομασάντων τῶν Ἑλλήνων. (Strabo, Geography, Book 7, chapter 2 4:1)
Synonyms
-
I call
-
I invoke
-
I summon
-
I demand
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- παρακαλέω (I appeal, I urge, I exhort)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)