καλέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
καλέω
καλῶ
ἐκάλεσα
κέκληκα
κέκλημαι
ἐκλήθην
Structure:
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: kale/sw is aor1 subj.
Sense
- I call, summon, I invite
- I invoke
- (law) I summon, sue
- I demand, require
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐ γὰρ δή, ὅταν γέ με εἰσ ἀντίδοσιν καλῶνται τριηραρχίασ ἢ χορηγίασ, οὐδείσ, ἔφη, ζητεῖ τὸν καλόν τε κἀγαθόν, ἀλλὰ σαφῶσ, ἔφη, ὀνομάζοντέσ με Ἰσχόμαχον πατρόθεν προσκαλοῦνται. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 7 4:3)
- ἐπεὶ δὲ κωλύσειν αὐτὸν ἔλεγον οἱ δήμαρχοι στρατοῦ ποιεῖσθαι καταγραφήν, συναγαγὼν τὸ πλῆθοσ εἰσ ἐκκλησίαν εἶπεν, ὅτι πάντεσ ὀμωμόκασι τὸν στρατιωτικὸν ὁρ́κον, ἀκολουθήσειν τοῖσ ὑπάτοισ ἐφ’ οὓσ ἂν καλῶνται πολέμουσ, καὶ μήτε ἀπολείψειν τὰ σημεῖα μήτε ἄλλο πράξειν μηθὲν ἐναντίον τῷ νόμῳ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 18 2:1)
- ἐν δὲ τῇ Σπάρτῃ οἱ κράτιστοι καὶ ὑπέρχονται μάλιστα τὰσ ἀρχὰσ καὶ τῷ ταπεινοὶ εἶναι μεγαλύνονται καὶ τῷ ὅταν καλῶνται τρέχοντεσ ἀλλὰ μὴ βαδίζοντεσ ὑπακούειν, νομίζοντεσ, ἢν αὐτοὶ κατάρχωσι τοῦ σφόδρα πείθεσθαι, ἕψεσθαι καὶ τοὺσ ἄλλουσ· (Xenophon, Minor Works, , chapter 8 3:2)
- καὶ σύνοισθά που καὶ αὐτὸσ ὅτι οἱ μέγιστον δυνάμενοί τε καὶ σεμνότατοι ἐν ταῖσ πόλεσιν αἰσχύνονται λόγουσ τε γράφειν καὶ καταλείπειν συγγράμματα ἑαυτῶν, δόξαν φοβούμενοι τοῦ ἔπειτα χρόνου, μὴ σοφισταὶ καλῶνται. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 210:2)
- ἔγωγ’ οὖν ἐπίσταμαί τινασ ἅπασι τοῖσ δούλοισ συγκεχωρηκότασ εἶναι ἐλευθέροισ μετὰ τὰσ ἑαυτῶν τελευτάσ, ἵνα χρηστοὶ καλῶνται νεκροὶ καὶ πολλοὶ ταῖσ κλίναισ αὐτῶν ἐκκομιζομέναισ παρακολουθῶσι τοὺσ πίλουσ ἔχοντεσ ἐπὶ ταῖσ κεφαλαῖσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 24 9:1)
Synonyms
-
I call
-
I invoke
-
I summon
-
I demand
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- παρακαλέω (I appeal, I urge, I exhort)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)