헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἱερός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἱερός ἱερά̄ ἱερόν

형태분석: ἱερ (어간) + ος (어미)

  1. 신성한, 신과 연결된
  2. 거룩한, 신성한, 성스러운
  3. 신의 가호를 받는
  1. Connected with the gods, supernatural
  2. holy, sacred, consecrated
  3. Under divine protection

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἱερός

신성한 (이)가

ἱερᾱ́

신성한 (이)가

ἱερόν

신성한 (것)가

속격 ἱεροῦ

신성한 (이)의

ἱερᾶς

신성한 (이)의

ἱεροῦ

신성한 (것)의

여격 ἱερῷ

신성한 (이)에게

ἱερᾷ

신성한 (이)에게

ἱερῷ

신성한 (것)에게

대격 ἱερόν

신성한 (이)를

ἱερᾱ́ν

신성한 (이)를

ἱερόν

신성한 (것)를

호격 ἱερέ

신성한 (이)야

ἱερᾱ́

신성한 (이)야

ἱερόν

신성한 (것)야

쌍수주/대/호 ἱερώ

신성한 (이)들이

ἱερᾱ́

신성한 (이)들이

ἱερώ

신성한 (것)들이

속/여 ἱεροῖν

신성한 (이)들의

ἱεραῖν

신성한 (이)들의

ἱεροῖν

신성한 (것)들의

복수주격 ἱεροί

신성한 (이)들이

ἱεραί

신성한 (이)들이

ἱερά

신성한 (것)들이

속격 ἱερῶν

신성한 (이)들의

ἱερῶν

신성한 (이)들의

ἱερῶν

신성한 (것)들의

여격 ἱεροῖς

신성한 (이)들에게

ἱεραῖς

신성한 (이)들에게

ἱεροῖς

신성한 (것)들에게

대격 ἱερούς

신성한 (이)들을

ἱερᾱ́ς

신성한 (이)들을

ἱερά

신성한 (것)들을

호격 ἱεροί

신성한 (이)들아

ἱεραί

신성한 (이)들아

ἱερά

신성한 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἱερός

ἱεροῦ

신성한 (이)의

ἱερώτερος

ἱερωτεροῦ

더 신성한 (이)의

ἱερώτατος

ἱερωτατοῦ

가장 신성한 (이)의

부사 ἱερώς

ἱερώτερον

ἱερώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀπὸ τῶν ἱερῶν σκευῶν τοῦ Κυρίου λαβὼν Ναβουχοδονόσορ καὶ ἀπενέγκασ ἀπηρείσατο ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι. (Septuagint, Liber Esdrae I 1:39)

    (70인역 성경, 에즈라기 1:39)

  • ἐπεστάτουν τῶν ἱερῶν ἔργων ἐπιμελέστερον συνεργοῦντεσ τοῖσ πρεσβυτέροισ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἱεροστάταισ. (Septuagint, Liber Esdrae I 7:2)

    (70인역 성경, 에즈라기 7:2)

  • ταχέωσ οὖν τὴν ἄδικον ζημίαν ὑπέσχον οἱ ὑπὲρ πόλεωσ καὶ δήμων καὶ τῶν ἱερῶν σκευῶν προαγορεύσαντεσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:48)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:48)

  • αὕτη, ὦ Πάμφιλε, ἡ Ἑλένη ὑπὲρ ἧσ ἐμονομάχουν πρὸσ ἀλλήλουσ, καὶ ἄχρι γε τούτου γελοῖον οὐδὲν πλὴν ^ ἐκεῖνο ἴσωσ, ^ τὸ φιλοσόφουσ εἶναι φάσκοντασ καὶ χρημάτων καταφρονεῖν ἔπειτα ὑπὲρ τούτων ὡσ ὑπὲρ πατρίδοσ κινδυνευούσησ καὶ ἱερῶν πατρῴων καὶ τάφων προγονικῶν ἀγωνίζεσθαι. (Lucian, Eunuchus, (no name) 3:6)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 3:6)

  • ἐπεὶ δὲ ἅλισ μὲν εἶχον βλασφημιῶν, ἅλισ δὲ ἐλέγχων, τὸ τελευταῖον ἤδη ὁ Διοκλῆσ ἔφη μηδὲ τὴν ἀρχὴν θεμιτὸν εἶναι τῷ Βαγώᾳ μεταποιεῖσθαι φιλοσοφίασ καὶ τῶν ἐπ’ αὐτῇ ἀριστείων εὐνούχῳ γε ὄντι, ἀλλὰ τοὺσ τοιούτουσ οὐχ ὅπωσ τούτων ἀποκεκλεῖσθαι ἠξίου, ἀλλὰ καὶ ἱερῶν αὐτῶν καὶ περιρραντηρίων καὶ τῶν κοινῶν ἁπάντων συλλόγων, δυσοιώνιστόν τι ἀποφαίνων καὶ δυσάντητον θέαμα, εἴ τισ ἑώθεν ἐξιὼν ἐκ τῆσ οἰκίασ ἴδοι τοιοῦτόν τινα. (Lucian, Eunuchus, (no name) 6:2)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 6:2)

유의어

  1. 거룩한

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION