- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἧλιξ?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: hēlix 고전 발음: [헬:릭] 신약 발음: [엘릭]

기본형: ἧλιξ ἧλικος

형태분석: ἡλικ (어간) + ς (어미)

  1. 같은 나이의, 동갑의
  2. (명사로) 동료, 동지
  1. of the same age, of the same age with
  2. a fellow, comrade

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἧλιξ

같은 나이의 (이)가

ἧλιξ

같은 나이의 (것)가

속격 ἥλικος

같은 나이의 (이)의

ἥλικος

같은 나이의 (것)의

여격 ἥλικι

같은 나이의 (이)에게

ἥλικι

같은 나이의 (것)에게

대격 ἥλικα

같은 나이의 (이)를

ἧλιξ

같은 나이의 (것)를

호격 ἧλιξ

같은 나이의 (이)야

ἧλιξ

같은 나이의 (것)야

쌍수주/대/호 ἥλικε

같은 나이의 (이)들이

ἥλικε

같은 나이의 (것)들이

속/여 ἡλίκοιν

같은 나이의 (이)들의

ἡλίκοιν

같은 나이의 (것)들의

복수주격 ἥλικες

같은 나이의 (이)들이

ἥλικα

같은 나이의 (것)들이

속격 ἡλίκων

같은 나이의 (이)들의

ἡλίκων

같은 나이의 (것)들의

여격 ἥλιξι(ν)

같은 나이의 (이)들에게

ἥλιξι(ν)

같은 나이의 (것)들에게

대격 ἥλικας

같은 나이의 (이)들을

ἥλικα

같은 나이의 (것)들을

호격 ἥλικες

같은 나이의 (이)들아

ἥλικα

같은 나이의 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἧλιξ

ἥλικος

같은 나이의 (이)의

ἡλίκτερος

ἡλικτέρου

더 같은 나이의 (이)의

ἡλίκτατος

ἡλικτάτου

가장 같은 나이의 (이)의

부사 ἡλίκως

ἡλίκτερον

ἡλίκτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅθεν λέγεται, "ἥλιξ ἥλικα τέρπει" καὶκακὸς κακῷ <δὲ> συντέτηκεν ἡδονῇ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 86:3)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 7 86:3)

  • καὶ ἐπεὶ τὸ κατὰ φύσιν ἡδύ, τὰ συγγενῆ δὲ κατὰ φύσιν ἀλλήλοις ἐστίν, πάντα τὰ συγγενῆ καὶ ὅμοια ἡδέα ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, οἱο῀ν ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ καὶ ἵππος ἵππῳ καὶ νέος νέῳ, ὅθεν καὶ αἱ παροιμίαι εἴρηνται, ὡς "ἧλιξ ἥλικα τέρπει" , καὶ "ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον" , καὶ "ἔγνω δὲ θὴρ θῆρα" , "καὶ γὰρ κολοιὸς παρὰ κολοιόν" , καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 11 25:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 11 25:1)

  • ἧλιξ γὰρ ἥλικα, καὶ οἱ συνήθεις ἑταῖροι: (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 8 125:5)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 8 125:5)

  • τινα σοφίας ηὑρηκὼς θησαυρόν, ὑφ ἡδονῆς ἐνθουσιᾷ τε καὶ πάντα κινεῖ λόγον ἅσμενος, τοτὲ μὲν ἐπὶ θάτερα κυκλῶν καὶ συμφύρων εἰς ἕν, τοτὲ δὲ πάλιν ἀνειλίττων καὶ διαμερίζων, εἰς ἀπορίαν αὑτὸν μὲν πρῶτον καὶ μάλιστα καταβάλλων, δεύτερον δ ἀεὶ τὸν ἐχόμενον, ἄντε νεώτερος ἄντε πρεσβύτερος ἄντε ἧλιξ ὢν τυγχάνῃ, φειδόμενος οὔτε πατρὸς οὔτε μητρὸς οὔτε ἄλλου τῶν ἀκουόντων οὐδενός, ὀλίγου δὲ καὶ τῶν ἄλλων ζῴων, οὐ μόνον τῶν ἀνθρώπων, ἐπεὶ βαρβάρων γε οὐδενὸς ἂν φείσαιτο, εἴπερ μόνον ἑρμηνέα ποθὲν ἔχοι. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 30:1)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 30:1)

  • ἧλιξ δὲ ἥλικα καὶ τὸν ἄπαιδα προέχοντα ἡλικίᾳ ἑαυτοῦ ἐὰν τύπτῃ, γέρων τε γέροντα καὶ ἐὰν νέος νέον, ἀμυνέσθω κατὰ φύσιν ἄνευ βέλους ψιλαῖς ταῖς χερσίν: (Plato, Laws, book 9 173:3)

    (플라톤, Laws, book 9 173:3)

유의어

  1. 같은 나이의

  2. 동료

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION