γεραίρω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
γεραίρω
형태분석:
γεραίρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 축하하다, 기념하다, ~와 비교하다
- to honour or reward with, to be so honoured
- to present as an honorary gift
- to celebrate, with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τιμῶσι δὲ καὶ Κιτιεῖσ τάφον τινὰ Κίμωνοσ, ὡσ Ναυσικράτησ ὁ ῥήτωρ φησίν, ἐν λοιμῷ καὶ γῆσ ἀφορίᾳ τοῦ θεοῦ προστάξαντοσ αὐτοῖσ μὴ ἀμελεῖν Κίμωνοσ, ἀλλ’ ὡσ κρείττονα σέβεσθαι καὶ γεραίρειν. (Plutarch, , chapter 19 4:2)
(플루타르코스, , chapter 19 4:2)
- ὅσοι δὲ μὴ προσέθεντο Οὐΐνδικι κολαζομένουσ, ᾧ μόνῳ τὸν Γάλβαν χάριν εἰδέναι καὶ τιμᾶν τεθνηκότα καὶ γεραίρειν δημοσίοισ ἐναγισμοῖσ, ὡσ ὑπ’ ἐκείνου Ῥωμαίων ἀποδεδειγμένον αὐτοκράτορα, τοιούτων ἀναφανδὸν ἤδη λόγων ἐν τῷ στρατοπέδῳ περιφερομένων ἐπῆλθεν ἡ νουμηνία τοῦ πρώτου μηνόσ, ἣν καλάνδασ Ιἀνουαρίασ καλοῦσι · (Plutarch, Galba, chapter 22 2:1)
(플루타르코스, Galba, chapter 22 2:1)
- τὴν δὲ γενομένην ἐπωνυμίαν τῷ Ῥωμύλῳ τὸν Κυρῖνον οἱ μὲν Ἐνυάλιον προσαγορεύουσιν, οἱ δὲ πολίτην, ὅτι καὶ τοὺσ πολίτασ Κυρίτασ ὠνόμαζον, οἱ δὲ τὴν αἰχμὴν ἢ τὸ δόρυ τοὺσ παλαιοὺσ κύριν ὀνομάζειν, καὶ Κυρίτιδοσ Ἥρασ ἄγαλμα καλεῖν ἐπ’ αἰχμῆσ ἱδρυμένον, ἐν δὲ τῇ Ῥηγίᾳ δόρυ καθιδρυμένον Ἄρεα προσαγορεύειν καὶ δόρατι τοὺσ ἐν πολέμοισ ἀριστεύοντασ γεραίρειν· (Plutarch, chapter 29 1:1)
(플루타르코스, chapter 29 1:1)
- ἀλλὰ τόγ’ ἐκ πάντων μέγ’ ὑπείροχον, ᾧ τυ γεραίρειν ἀρξεῦμ’· (Theocritus, Idylls, 44)
(테오크리토스, Idylls, 44)
- ῥητῆρεσ Θεόδωρον ἐμέλλομεν εἰσ ἓν ἰόντεσ χρυσείαισ γραφίδεσσιν ἀειμνήστοισι γεραίρειν, εἰ μὴ χρυσὸν ἔφευγε καὶ ἐν γραφίδεσσιν ἐόντα. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 451)
(작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 451)
유의어
-
to honour or reward with
-
축하하다