- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γένυς?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: genȳs 고전 발음: [게뉘:] 신약 발음: [개뉘]

기본형: γένυς γένυος

형태분석: γενυ (어간) + ς (어미)

  1. 턱, 상악골
  2. 입, 닙
  1. jaw
  2. mouth
  3. edge of an axe

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γένυς

턱이

γένυε

턱들이

γένυες

턱들이

속격 γένυος

턱의

γενύοιν

턱들의

γενύων

턱들의

여격 γένυϊ

턱에게

γενύοιν

턱들에게

γένυσι(ν)

턱들에게

대격 γένυν

턱을

γένυε

턱들을

γένυας

턱들을

호격 γένυ

턱아

γένυε

턱들아

γένυες

턱들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παιᾶνας δ ἐπὶ σοῖς μελά- θροις κύκνος ὣς γέρων ἀοι- δὸς πολιᾶν ἐκ γενύων κελαδήσω: (Euripides, Heracles, choral, antistrophe 22)

    (에우리피데스, Heracles, choral, antistrophe 22)

  • σὲ τὰν ἐναύλοις ὑπὸ δενδροκόμοις μουσεῖα καὶ θάκους ἐνί- ζουσαν ἀναβοάσω, σὲ τὰν ἀοιδοτάταν ὄρνιθα μελῳδὸν ἀηδόνα δακρυόεσσαν, ἔλθ ὦ διὰ ξουθᾶν γενύων ἐλελιζομένα θρήνων ἐμοὶ ξυνεργός, Ἑλένας μελέας πόνους τὸν Ἰλιάδων τ ἀει δούσᾳ δακρυόεντα πότμον Ἀχαιῶν ὑπὸ λόγχαις: (Euripides, Helen, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, Helen, choral, strophe 11)

  • φόβος δ ἀρῄων ὅπλων δονεῖ, διὰ δέ τοι γενύων ἱππίων κινύρονται φόνον χαλινοί. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, strophe 16)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, choral, strophe 16)

  • ἀλλ ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας, οἳ φλόγ ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός, χαλκέαις δ ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν ἀμειβόμενοι, τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 4 69:1)

    (핀다르, Odes, pythian odes, pythian 4 69:1)

  • κεῖτο γὰρ λόχμᾳ, δράκοντος δ εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων, ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντορον ναῦν κράτει, τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 4 75:2)

    (핀다르, Odes, pythian odes, pythian 4 75:2)

유의어

  1. edge of an axe

관련어

명사

형용사

동사

대명사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION