헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πόρτις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πόρτις πόρτιος

형태분석: πορτι (어간) + ς (어미)

  1. 송아지, 종아리, 장딴지
  1. (poetic) a calf, young heifer (younger than δαμάλη ‎(damálē) says Eustathius)
  2. a young maiden

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πόρτις

송아지가

πόρτιε

송아지들이

πόρτιες

송아지들이

속격 πόρτιος

송아지의

πορτίοιν

송아지들의

πορτίων

송아지들의

여격 πόρτῑ

송아지에게

πορτίοιν

송아지들에게

πόρτισιν*

송아지들에게

대격 πόρτιν

송아지를

πόρτιε

송아지들을

πόρτιας

송아지들을

호격 πόρτι

송아지야

πόρτιε

송아지들아

πόρτιες

송아지들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δ’ ἅτε βησσήεντοσ ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτισ ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι, βοῶν ἐλατῆρι, τυπεῖσα· (Colluthus, Rape of Helen, book 118)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 118)

  • νῦν δ’ ἐπικεκλομένα Δῖον πόρτιν ὑπερ‐ πόντιον τιμάορ’, ἶνίν τ’ ἀνθονομούσασ προγόνου βοὸσ ἐξ ἐπιπνοίασ Ζηνὸσ ἔφαψιν· (Aeschylus, Suppliant Women, choral, strophe 11)

    (아이스킬로스, 탄원하는 여인들, choral, strophe 11)

  • τίσ οὖν ὁ Δῖοσ πόρτισ εὔχεται βοόσ; (Aeschylus, Suppliant Women, episode 7:20)

    (아이스킬로스, 탄원하는 여인들, episode 7:20)

  • αἳ δ’ ὥστ’ ἢ ἔλαφοι ἢ πόρτιεσ εἰάροσ ὡρ́ῃ ἅλλοντ’ ἂν λειμῶνα κορεσσάμεναι φρένα φορβῇ, ὣσ αἳ ἐπισχόμεναι ἑανῶν πτύχασ ἱμεροέντων ἠίξαν κοίλην κατ’ ἀμαξιτόν· (Anonymous, Homeric Hymns, 19:6)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 19:6)

  • κἀπὸ ματρὸσ ἄφαρ βέβακεν, ὥστε πόρτισ ἐρήμα. (Sophocles, Trachiniae, choral, epode6)

    (소포클레스, 트라키니아이, choral, epode6)

  • κακῶσ ἁ πόρτισ ὄλοιτο· (Theocritus, Idylls, 50)

    (테오크리토스, Idylls, 50)

  • ξλαυσισθυε πορτισ διυ ιμπερατορ νον αδμισσυσ νισι δελενιτισ ανιμισ, νον σολυμ θυερελλισ δε γετα ετ ξριμινατιονιβυσ εδιτισ σεδ ινορμιτατε στιπενδιι μιλιτιβυσ, υτ σολετ, πλαξατισ, ατθυε ινδε ρομαμ ρεδιιτ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, antoninus caracallus, chapter 2 8:1)

    (작자 미상, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, antoninus caracallus, chapter 2 8:1)

유의어

  1. a young maiden

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION