πόρτις
Third declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πόρτις
πόρτιος
Structure:
πορτι
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- (poetic) a calf, young heifer (younger than δαμάλη (damálē) says Eustathius)
- a young maiden
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἡ δ’ ἅτε βησσήεντοσ ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτισ ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι, βοῶν ἐλατῆρι, τυπεῖσα· (Colluthus, Rape of Helen, book 118)
- νῦν δ’ ἐπικεκλομένα Δῖον πόρτιν ὑπερ‐ πόντιον τιμάορ’, ἶνίν τ’ ἀνθονομούσασ προγόνου βοὸσ ἐξ ἐπιπνοίασ Ζηνὸσ ἔφαψιν· (Aeschylus, Suppliant Women, choral, strophe 11)
- τίσ οὖν ὁ Δῖοσ πόρτισ εὔχεται βοόσ; (Aeschylus, Suppliant Women, episode 7:20)
- αἳ δ’ ὥστ’ ἢ ἔλαφοι ἢ πόρτιεσ εἰάροσ ὡρ́ῃ ἅλλοντ’ ἂν λειμῶνα κορεσσάμεναι φρένα φορβῇ, ὣσ αἳ ἐπισχόμεναι ἑανῶν πτύχασ ἱμεροέντων ἠίξαν κοίλην κατ’ ἀμαξιτόν· (Anonymous, Homeric Hymns, 19:6)
- κἀπὸ ματρὸσ ἄφαρ βέβακεν, ὥστε πόρτισ ἐρήμα. (Sophocles, Trachiniae, choral, epode6)
- κακῶσ ἁ πόρτισ ὄλοιτο· (Theocritus, Idylls, 50)
- ξλαυσισθυε πορτισ διυ ιμπερατορ νον αδμισσυσ νισι δελενιτισ ανιμισ, νον σολυμ θυερελλισ δε γετα ετ ξριμινατιονιβυσ εδιτισ σεδ ινορμιτατε στιπενδιι μιλιτιβυσ, υτ σολετ, πλαξατισ, ατθυε ινδε ρομαμ ρεδιιτ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 2, antoninus caracallus, chapter 2 8:1)