헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔνθεσις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔνθεσις ἔνθεσεως

형태분석: ἐνθεσι (어간) + ς (어미)

어원: e)nti/qhmi

  1. a putting in, a piece put in, a mouthful

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢν δέ ποτε καὶ ἀπέλθῃ ἐπὶ δεῖπνον λαβοῦσα μίσθωμα, οὔτε μεθύσκεται, ‐ καταγέλαστον γὰρ καὶ μισοῦσιν οἱ ἄνδρεσ τὰσ τοιαύτασ ‐ οὔτε ὑπερεμφορεῖται τοῦ ὄψου ἀπειροκάλωσ, ἀλλὰ προσάπτεται μὲν ἄκροισ τοῖσ δακτύλοισ, σιωπῇ δὲ τὰσ ἐνθέσεισ οὐκ ἐπ̓ ἀμφοτέρασ παραβύεται τὰσ γνάθουσ, πίνει δὲ ἠρέμα, οὐ χανδόν, ἀλλ̓ ἀναπαυομένη. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:3)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:3)

  • νῦν δὲ ἀπό τε τοῦ ξενικοῦ τοῦ κίειν καὶ ἀπὸ τῆσ τοῦ ἦτα μεταβολῆσ καὶ τῆσ τοῦ νῦ ἐνθέσεωσ "κίνησισ" κέκληται, ἔδει δὲ "κιείνησιν" καλεῖσθαι ἢ εἶσιν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 260:6)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 260:6)

유의어

  1. a putting in

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION