헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γένειον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γένειον

형태분석: γενει (어간) + ον (어미)

어원: genu/s

  1. 턱수염, 수염
  2. 뺨, 볼
  1. the part covered by the beard, the chin, chin
  2. the beard
  3. the cheek

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γένειον

턱이

γενείω

턱들이

γένεια

턱들이

속격 γενείου

턱의

γενείοιν

턱들의

γενείων

턱들의

여격 γενείῳ

턱에게

γενείοιν

턱들에게

γενείοις

턱들에게

대격 γένειον

턱을

γενείω

턱들을

γένεια

턱들을

호격 γένειον

턱아

γενείω

턱들아

γένεια

턱들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἴ τισ εἶδεν ἀνδράποδον Παφλαγονικὸν τῶν ἀπὸ Σινώπησ βαρβάρων, ὄνομα τοιοῦτον οἱο͂ν ἀπὸ κτημάτων, ὕπωχρον, ἐν χρῷ κουρίαν, ἐν γενείῳ βαθεῖ, πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχόμενον, ὀργίλον, ἄμουσον, τραχύφωνον, λοίδορον, μηνύειν ἐπὶ ῥητῷ αὐτόν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 27:11)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 27:11)

  • "’ ὁ Μύνδιοσ ἐν δευτέρῳ περὶ ζῴων ὁ θῆλυσ, φησίν, ὄρτυξ λεπτοτράχηλὸσ ἐστι τοῦ ἄρρενοσ οὐκ ἔχων τὰ ὑπὸ τῷ γενείῳ μέλανα, ἀνατμηθεὶσ δὲ πρόλοβον οὐχ ὁρᾶται μέγαν ἔχων, καρδίαν δ’ ἔχει μεγάλην, καὶ ταύτην τρίλοβον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:5)

  • ἡ δὲ προσέπλαζε γενείῳ· (Homer, Odyssey, Book 11 72:2)

    (호메로스, 오디세이아, Book 11 72:2)

  • τοῖσι ἄλλοισι ἀνθρώποισι νόμοσ ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰσ κεφαλὰσ τοὺσ μάλιστα ἱκνέεται, Αἰγύπτιοι δὲ ὑπὸ τοὺσ θανάτουσ ἀνιεῖσι τὰσ τρίχασ αὔξεσθαι τάσ τε ἐν τῇ κεφαλῇ καὶ τῷ γενείῳ, τέωσ ἐξυρημένοι. (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 36 2:2)

    (헤로도토스, The Histories, book 2, chapter 36 2:2)

  • φησὶ δὲ Πολύβιοσ καὶ ἰδιόμορφόν τι γεννᾶσθαι ζῷον ἐν αὐταῖσ ἐλαφοειδὲσ τὸ σχῆμα πλὴν αὐχένοσ καὶ τριχώματοσ, ταῦτα δ’ ἐοικέναι κάπρῳ, ὑπὸ δὲ τῷ γενείῳ πυρῆνα ἴσχειν ὅσον σπιθαμιαῖον ἀκρόκομον, πωλικῆσ κέρκου τὸ πάχοσ. (Strabo, Geography, book 4, chapter 6 20:12)

    (스트라본, 지리학, book 4, chapter 6 20:12)

유의어

  1. 턱수염

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION