Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐχυρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐχυρός ἐχυρή ἐχυρόν

Structure: ἐχυρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/xw

Sense

  1. strong, secure, in safety
  2. trustworthy

Examples

  • τούτουσ μὲν ἐν νοσήμασι καὶ παθήμασιν ἀκάμπτουσ διαμένειν καὶ ἐχυροὺσ καὶ δυσμεταθέτουσ, ἡμᾶσ δὲ βουλομένουσ καὶ φάσκοντασ εἶναι φιλοκάλουσ καὶ φιλοκάλουσ μὴ κρατεῖν ἑαυτῶν ἀλλ’ ἀνατρέπεσθαι καὶ προϊέσθαι τὴν ἀρετήν. (Plutarch, De vitioso pudore, section 17 2:1)
  • καὶ πρὸσ μὲν εὐθυμαχίαν οὐδενὸσ ἀτολμότεροσ τῶν καθ’ ἑαυτὸν ἡγεμόνων, ὅσα δὲ κλωπείασ ἐν πολέμοισ ἔργα καὶ πλεονεξίασ περὶ τόπουσ ἐχυροὺσ καὶ διαβάσεισ τάχουσ δεομένασ ἀπάτησ τε καὶ ψευδῶν ἐν δέοντι, σοφιστὴσ δεινότατοσ. (Plutarch, Sertorius, chapter 10 2:2)
  • ἅπαντεσ γὰρ οἱ λῃσταὶ τοὺσ ἀλλοτρίουσ τόπουσ καταλαμβάνοντεσ καὶ τούτουσ ἐχυροὺσ ποιούμενοι, ἐντεῦθεν τοὺσ ἄλλουσ κακῶσ ποιοῦσιν. (Demosthenes, Speeches, 5:2)
  • καὶ οἱ μὲν διελύθησαν, οἱ λῃσταὶ δὲ ἐπὶ τοὺσ ἐχυροὺσ τόπουσ πάλιν ἀπῆλθον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 20 150:2)

Synonyms

  1. strong

  2. trustworthy

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION