헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔριφος

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔριφος ἐρίφου

형태분석: ἐριφ (어간) + ος (어미)

  1. 새끼염소, 암염소, 애
  1. a young goat, kid

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἔριφος

새끼염소가

ἐρίφω

새끼염소들이

έ̓ριφοι

새끼염소들이

속격 ἐρίφου

새끼염소의

ἐρίφοιν

새끼염소들의

ἐρίφων

새끼염소들의

여격 ἐρίφῳ

새끼염소에게

ἐρίφοιν

새끼염소들에게

ἐρίφοις

새끼염소들에게

대격 έ̓ριφον

새끼염소를

ἐρίφω

새끼염소들을

ἐρίφους

새끼염소들을

호격 έ̓ριφε

새끼염소야

ἐρίφω

새끼염소들아

έ̓ριφοι

새끼염소들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τὴν τράπεζαν ἧκ’ ἔχων, ἐφ’ ἧσ ἐπέκειτ’ οὐ τυρὸσ οὐδ’ ἐλαῶν γένη οὐδὲ παρέχουσαι κνῖσαν ἡμῖν πλείονα παροψίδεσ καὶ λῆροσ, ἀλλὰ παρετέθη ὑπερηφάνωσ ὄζουσα τῶν ̔ Ὡρῶν λοπάσ, τὸ τοῦ πόλου τοῦ παντὸσ ἡμισφαίριον, ἅπαντ’ ἐνῆν τἀκεῖ γὰρ ἐν ταύτῃ καλά, ἰχθῦσ, ἔριφοι, διέτρεχε τούτων σκορπίοσ, ὑπέφαινεν ᾠῶν ἡμίτομα τοὺσ ἀστέρασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5257)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5257)

  • Περιεφέροντο καὶ ἔριφοι πολλάκισ ποικίλωσ ἐσκευασμένοι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 661)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 661)

  • τῶν χερσαίων δ’ ὑμῖν ἥξει παρ’ ἐμοῦ ταυτί βοῦσ ἀγελαῖοσ, τράγοσ ὑλιβάτησ, αἲξ οὐρανία, κριὸσ τομίασ, κάπροσ ἐκτομίασ, ὗσ οὐ τομίασ δέλφαξ, δασύπουσ, ἔριφοι, τυρὸσ χλωρόσ, τυρὸσ ξηρόσ, τυρὸσ κοπτόσ, τυρὸσ ξυστόσ, τυρὸσ τμητόσ, τυρὸσ πηκτόσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 66 2:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 66 2:4)

  • ἄλλα δ’ ἐσθίειν περιεφέρετο πολλὰ καὶ ποικίλα, καὶ μετὰ ταῦτα ἀργυροῦσ πίναξ ἕτεροσ, ἐφ’ ᾧ πάλιν ἄρτοσ μέγασ καὶ χῆνεσ καὶ λαγωοὶ καὶ ἔριφοι καὶ ἕτεροι ἄρτοι πεπονημένοι καὶ περιστεραὶ καὶ τρυγόνεσ πέρδικέσ τε καὶ ὅσον ἄλλο πτηνῶν πλῆθοσ ἦν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 2 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 2 1:2)

  • ἐστὶ δ’ ἡ ματτύα φάτται, χῆνεσ, τρυγόνεσ, κίχλαι, κόσσυφοι, λαγῴ, ἄρνεσ, ἔριφοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 19 4:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 19 4:1)

유의어

  1. 새끼염소

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION