헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιπίπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιπίπτω ἐπιπεσοῦμαι

형태분석: ἐπι (접두사) + πίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 공격하다, 습격하다, 기습하다, 내리누르다
  1. to fall upon or over
  2. to fall upon, attack, assail

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιπίπτω

ἐπιπίπτεις

ἐπιπίπτει

쌍수 ἐπιπίπτετον

ἐπιπίπτετον

복수 ἐπιπίπτομεν

ἐπιπίπτετε

ἐπιπίπτουσιν*

접속법단수 ἐπιπίπτω

ἐπιπίπτῃς

ἐπιπίπτῃ

쌍수 ἐπιπίπτητον

ἐπιπίπτητον

복수 ἐπιπίπτωμεν

ἐπιπίπτητε

ἐπιπίπτωσιν*

기원법단수 ἐπιπίπτοιμι

ἐπιπίπτοις

ἐπιπίπτοι

쌍수 ἐπιπίπτοιτον

ἐπιπιπτοίτην

복수 ἐπιπίπτοιμεν

ἐπιπίπτοιτε

ἐπιπίπτοιεν

명령법단수 ἐπιπίπτε

ἐπιπιπτέτω

쌍수 ἐπιπίπτετον

ἐπιπιπτέτων

복수 ἐπιπίπτετε

ἐπιπιπτόντων, ἐπιπιπτέτωσαν

부정사 ἐπιπίπτειν

분사 남성여성중성
ἐπιπιπτων

ἐπιπιπτοντος

ἐπιπιπτουσα

ἐπιπιπτουσης

ἐπιπιπτον

ἐπιπιπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιπίπτομαι

ἐπιπίπτει, ἐπιπίπτῃ

ἐπιπίπτεται

쌍수 ἐπιπίπτεσθον

ἐπιπίπτεσθον

복수 ἐπιπιπτόμεθα

ἐπιπίπτεσθε

ἐπιπίπτονται

접속법단수 ἐπιπίπτωμαι

ἐπιπίπτῃ

ἐπιπίπτηται

쌍수 ἐπιπίπτησθον

ἐπιπίπτησθον

복수 ἐπιπιπτώμεθα

ἐπιπίπτησθε

ἐπιπίπτωνται

기원법단수 ἐπιπιπτοίμην

ἐπιπίπτοιο

ἐπιπίπτοιτο

쌍수 ἐπιπίπτοισθον

ἐπιπιπτοίσθην

복수 ἐπιπιπτοίμεθα

ἐπιπίπτοισθε

ἐπιπίπτοιντο

명령법단수 ἐπιπίπτου

ἐπιπιπτέσθω

쌍수 ἐπιπίπτεσθον

ἐπιπιπτέσθων

복수 ἐπιπίπτεσθε

ἐπιπιπτέσθων, ἐπιπιπτέσθωσαν

부정사 ἐπιπίπτεσθαι

분사 남성여성중성
ἐπιπιπτομενος

ἐπιπιπτομενου

ἐπιπιπτομενη

ἐπιπιπτομενης

ἐπιπιπτομενον

ἐπιπιπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to fall upon or over

  2. 공격하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION