Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπίκαιρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπίκαιρος ἐπίκαιρον

Structure: ἐπικαιρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. in fit time or place, in season, seasonable, opportune, convenient, most convenient, convenient for . .
  2. vital

Examples

  • πόλεισ δὲ καὶ κώμασ ἀπροσδοκήτωσ ἐρχόμενοσ ἐνεπίμπρα καὶ τοὺσ ἐπικαίρουσ τόπουσ ἀπολαμβάνων οὐκ ὀλίγουσ τῶν πολεμίων ἐνίκα τροπούμενος (Septuagint, Liber Maccabees II 8:6)
  • ὁπλολογήσαντεσ δὲ αὐτοὺσ ἐπιμελῶσ πάντα συνέθηκαν εἰσ τοὺσ ἐπικαίρουσ τόπουσ, τὰ δὲ λοιπὰ τῶν σκύλων ἤνεγκαν εἰσ Ἱεροσόλυμα. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:31)
  • Ὅσα διὰ κινδύνων, πεπασμοὺσ τῶν ἀπιόντων πάντασ πάντοθεν ἐπικαίρουσ ἢ καλὰσ καὶ κρισίμουσ ἀποστάσιασ σκοπεῖσθαι. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 107)
  • ἐπεὶ δὲ δεῖ τὸ μὲν πλῆθοσ τῶν πολιτῶν ἐν συσσιτίοισ κατανενεμῆσθαι, τὰ δὲ τείχη διειλῆφθαι φυλακτηρίοισ καὶ πύργοισ κατὰ τόπουσ ἐπικαίρουσ, δῆλον ὡσ ταῦτα προκαλεῖται παρασκευάζειν ἔνια τῶν συσσιτίων ἐν τούτοισ τοῖσ φυλακτηρίοισ. (Aristotle, Politics, Book 7 186:1)
  • καὶ τὰσ μὲν ἐπικαίρουσ φυλακὰσ συμβουλεύσεισ μείζονασ ποιεῖν, τὰσ δὲ περιττὰσ ἀφαιρεῖν. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 6 11:4)

Synonyms

  1. in fit time or place

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION