Ancient Greek-English Dictionary Language

εἰκαῖος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: εἰκαῖος εἰκαῖη εἰκαῖον

Structure: εἰκαι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ei)kh=

Sense

  1. random, purposeless

Examples

  • τί ταῦτα κόμησ εἰκαῖα, Φιλαινί, σκύλματα, καὶ νοτερῶν σύγχυσισ ὀμματίων; (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 1302)
  • μή που συγκατάθεσισ προπετήσ, μή που ὁρμὴ εἰκαία, μή που ὄρεξισ ἀποτευκτική, μή που ἔκκλισισ περιπτωτική, μή που ἐπιβολὴ ἀτελήσ, μή που μέμψισ, μή που ταπείνωσισ ἢ φθόνοσ; (Epictetus, Works, book 3, 104:1)
  • Ἑλληνισμὸσ μὲν οὖν ἐστι φράσισ ἀδιάπτωτοσ ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ μὴ εἰκαίᾳ συνηθείᾳ· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 59:2)

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION