헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγγράφω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγγράφω ἐγγράψω

형태분석: ἐγ (접두사) + γράφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 고소하다, 기소하다, 제소하다
  1. to mark in or on, to paint on
  2. to inscribe, write in or on, having, written on, flores inscripti nomina.
  3. to enter in the public register
  4. to enter on the judge's list, to indict

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγγράφω

ἐγγράφεις

ἐγγράφει

쌍수 ἐγγράφετον

ἐγγράφετον

복수 ἐγγράφομεν

ἐγγράφετε

ἐγγράφουσιν*

접속법단수 ἐγγράφω

ἐγγράφῃς

ἐγγράφῃ

쌍수 ἐγγράφητον

ἐγγράφητον

복수 ἐγγράφωμεν

ἐγγράφητε

ἐγγράφωσιν*

기원법단수 ἐγγράφοιμι

ἐγγράφοις

ἐγγράφοι

쌍수 ἐγγράφοιτον

ἐγγραφοίτην

복수 ἐγγράφοιμεν

ἐγγράφοιτε

ἐγγράφοιεν

명령법단수 ἐγγράφε

ἐγγραφέτω

쌍수 ἐγγράφετον

ἐγγραφέτων

복수 ἐγγράφετε

ἐγγραφόντων, ἐγγραφέτωσαν

부정사 ἐγγράφειν

분사 남성여성중성
ἐγγραφων

ἐγγραφοντος

ἐγγραφουσα

ἐγγραφουσης

ἐγγραφον

ἐγγραφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγγράφομαι

ἐγγράφει, ἐγγράφῃ

ἐγγράφεται

쌍수 ἐγγράφεσθον

ἐγγράφεσθον

복수 ἐγγραφόμεθα

ἐγγράφεσθε

ἐγγράφονται

접속법단수 ἐγγράφωμαι

ἐγγράφῃ

ἐγγράφηται

쌍수 ἐγγράφησθον

ἐγγράφησθον

복수 ἐγγραφώμεθα

ἐγγράφησθε

ἐγγράφωνται

기원법단수 ἐγγραφοίμην

ἐγγράφοιο

ἐγγράφοιτο

쌍수 ἐγγράφοισθον

ἐγγραφοίσθην

복수 ἐγγραφοίμεθα

ἐγγράφοισθε

ἐγγράφοιντο

명령법단수 ἐγγράφου

ἐγγραφέσθω

쌍수 ἐγγράφεσθον

ἐγγραφέσθων

복수 ἐγγράφεσθε

ἐγγραφέσθων, ἐγγραφέσθωσαν

부정사 ἐγγράφεσθαι

분사 남성여성중성
ἐγγραφομενος

ἐγγραφομενου

ἐγγραφομενη

ἐγγραφομενης

ἐγγραφομενον

ἐγγραφομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to mark in or on

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION