προσγράφω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προσγράφω
προσγράψω
형태분석:
προς
(접두사)
+
γράφ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to write besides, add in writing, conditions added to a treaty, to cause to be registered besides
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀλλὰ καὶ περὶ τὴν τότε οὖσαν ἡλιακὴν οἱ μὲν ἄλλοι παντάπασι τούτων ἀσυλλογίστωσ εἶχον, οἱ δὲ ἱερεῖσ μόνοι τὸν καιρὸν εἰδότεσ ἐξαίφνησ καὶ προῃσθημένου μηδενὸσ τὸν ἐμβόλιμον προσέγραφον μῆνα, Μερκηδόνιον ὀνομάζοντεσ, ὃν Νομᾶσ ὁ βασιλεὺσ πρῶτοσ ἐμβαλεῖν λέγεται, μικρὰν καὶ διατείνουσαν οὐ πόρρω βοήθειαν ἐξευρὼν τῆσ περὶ τὰσ ἀποκαταστάσεισ πλημμελείασ, ὡσ ἐν τοῖσ περὶ ἐκείνου γέγραπται. (Plutarch, Caesar, chapter 59 2:1)
(플루타르코스, Caesar, chapter 59 2:1)
- τὸ δὲ φιλοσοφίασ ὄνομα καὶ τὴν τοῦ φιλοσοφεῖν δόξαν οὐχ ἁρπάζουσιν ἑαυτοῖσ ὡσ πρότερον οὐδὲ προσγράφουσιν, ἀλλὰ καὶ προσαγορευθεὶσ ὑφ’ ἑτέρου τῇ προσηγορίᾳ ταύτῃ φθάσασ ἂν εὐφυὴσ νέοσ εἴποι μετ’ ἐρυθήματοσ. (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 10 12:1)
(플루타르코스, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 10 12:1)
- ἀναγνωσθέντοσ δὲ τοῦ ψηφίσματοσ ἠξίουν τινὲσ προσγράφειν ὅπωσ καί στρεβλωθεὶσ Φωκίων ἀποθάνοι, καί τὸν τροχὸν εἰσφέρειν καί τοὺσ ὑπηρέτασ καλεῖν προσέταττον. (Plutarch, chapter 35 1:1)
(플루타르코스, chapter 35 1:1)
- οὐ δὴ δεῖν ᾤετο τῷ τῆσ αἰτίασ ὀνόματι τιμωρίαν προσγράφειν, ἀλλὰ κρίσιν. (Demosthenes, Speeches 21-30, 33:2)
(데모스테네스, Speeches 21-30, 33:2)
- τὸ δὲ λοιπόν, ὃσ ἂν τυγχάνῃ γραμματεύων, προσγραφέτω παραχρῆμα τὸν νόμον κύριον εἶναι ἀπὸ τῆσ ἡμέρασ ἧσ ἐτέθη. (Demosthenes, Speeches 21-30, 57:4)
(데모스테네스, Speeches 21-30, 57:4)
파생어
- ἀναγράφω (서술하다, 설명하다, 제목을 붙이다)
- ἀπογράφω (가지다, 먹다, 복사하다)
- γράφω (조각하다, 긁다, 그리다)
- διαγράφω (나타내다, 설명하다, 표시하다)
- ἐγγράφω (고소하다, 기소하다, 제소하다)
- εἰσγράφω (to write in, inscribe, to have oneself written)
- ἐκγράφω (끊다, 베끼다, 복사하다)
- ἐπιγράφω (뜯다, 스치다, 방목하다)
- καταγράφω (찢다, 분쇄하다, 박살내다)
- μεταγράφω (번역하다, 해석하다, 옮기다)
- παραγράφω (더하다, 덧붙이다, 증가하다)
- περιγράφω (당기다, 그리다, 끌다)
- προγράφω (미리 써보다, 처음 쓰다, 대중에게 공개하다)
- προσεγγράφω (to inscribe besides upon a pillar, to add a limiting clause)
- προσεπιγράφω (to write on besides)
- συγγράφω (돌보다, 가지다, 먹다)
- συναναγράφω (to register or record together)
- ὑπογράφω (아래에 쓰다, 서명하다, 사인하다)