헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεγγράφω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεγγράφω προσεγγράψω

형태분석: προς (접두사) + ἐγ (접두사) + γράφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to inscribe besides upon a pillar, to add a limiting clause

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεγγράφω

προσεγγράφεις

προσεγγράφει

쌍수 προσεγγράφετον

προσεγγράφετον

복수 προσεγγράφομεν

προσεγγράφετε

προσεγγράφουσιν*

접속법단수 προσεγγράφω

προσεγγράφῃς

προσεγγράφῃ

쌍수 προσεγγράφητον

προσεγγράφητον

복수 προσεγγράφωμεν

προσεγγράφητε

προσεγγράφωσιν*

기원법단수 προσεγγράφοιμι

προσεγγράφοις

προσεγγράφοι

쌍수 προσεγγράφοιτον

προσεγγραφοίτην

복수 προσεγγράφοιμεν

προσεγγράφοιτε

προσεγγράφοιεν

명령법단수 προσεγγράφε

προσεγγραφέτω

쌍수 προσεγγράφετον

προσεγγραφέτων

복수 προσεγγράφετε

προσεγγραφόντων, προσεγγραφέτωσαν

부정사 προσεγγράφειν

분사 남성여성중성
προσεγγραφων

προσεγγραφοντος

προσεγγραφουσα

προσεγγραφουσης

προσεγγραφον

προσεγγραφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεγγράφομαι

προσεγγράφει, προσεγγράφῃ

προσεγγράφεται

쌍수 προσεγγράφεσθον

προσεγγράφεσθον

복수 προσεγγραφόμεθα

προσεγγράφεσθε

προσεγγράφονται

접속법단수 προσεγγράφωμαι

προσεγγράφῃ

προσεγγράφηται

쌍수 προσεγγράφησθον

προσεγγράφησθον

복수 προσεγγραφώμεθα

προσεγγράφησθε

προσεγγράφωνται

기원법단수 προσεγγραφοίμην

προσεγγράφοιο

προσεγγράφοιτο

쌍수 προσεγγράφοισθον

προσεγγραφοίσθην

복수 προσεγγραφοίμεθα

προσεγγράφοισθε

προσεγγράφοιντο

명령법단수 προσεγγράφου

προσεγγραφέσθω

쌍수 προσεγγράφεσθον

προσεγγραφέσθων

복수 προσεγγράφεσθε

προσεγγραφέσθων, προσεγγραφέσθωσαν

부정사 προσεγγράφεσθαι

분사 남성여성중성
προσεγγραφομενος

προσεγγραφομενου

προσεγγραφομενη

προσεγγραφομενης

προσεγγραφομενον

προσεγγραφομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεγγράψω

προσεγγράψεις

προσεγγράψει

쌍수 προσεγγράψετον

προσεγγράψετον

복수 προσεγγράψομεν

προσεγγράψετε

προσεγγράψουσιν*

기원법단수 προσεγγράψοιμι

προσεγγράψοις

προσεγγράψοι

쌍수 προσεγγράψοιτον

προσεγγραψοίτην

복수 προσεγγράψοιμεν

προσεγγράψοιτε

προσεγγράψοιεν

부정사 προσεγγράψειν

분사 남성여성중성
προσεγγραψων

προσεγγραψοντος

προσεγγραψουσα

προσεγγραψουσης

προσεγγραψον

προσεγγραψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεγγράψομαι

προσεγγράψει, προσεγγράψῃ

προσεγγράψεται

쌍수 προσεγγράψεσθον

προσεγγράψεσθον

복수 προσεγγραψόμεθα

προσεγγράψεσθε

προσεγγράψονται

기원법단수 προσεγγραψοίμην

προσεγγράψοιο

προσεγγράψοιτο

쌍수 προσεγγράψοισθον

προσεγγραψοίσθην

복수 προσεγγραψοίμεθα

προσεγγράψοισθε

προσεγγράψοιντο

부정사 προσεγγράψεσθαι

분사 남성여성중성
προσεγγραψομενος

προσεγγραψομενου

προσεγγραψομενη

προσεγγραψομενης

προσεγγραψομενον

προσεγγραψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION