Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσκάθεκτος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δυσκάθεκτος δυσκάθεκτον

Structure: δυσκαθεκτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kate/xw

Sense

  1. hard to hold in

Examples

  • σὺ δ’ εἰσορόων ἀνέχεσθαι ὥσπερ γὰρ τοὺσ ἵππουσ οὐκ ἐν τοῖσ δρόμοισ χαλινοῦσιν ἀλλὰ πρὸ τῶν δρόμων, οὕτω τοὺσ δυσκαθέκτουσ πρὸσ τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖσ προκαταλαμβάνοντεσ τοῖσ λογισμοῖσ καὶ προκαταρτύοντεσ ἐπὶ τοὺσ ἀγῶνασ ἄγουσι. (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 11 20:1)
  • κρίνειν γὰρ οὐκ ἐπισταμένουσ ἃ δεῖ πράττειν, πολλάκισ πονηροῖσ ἐπιχειρεῖν πράγμασι, μεγαλείουσ δὲ καὶ σφοδροὺσ ὄντασ δυσκαθέκτουσ τε καὶ δυσαποτρέπτουσ εἶναι, δι’ ὃ πλεῖστα καὶ μέγιστα κακὰ ἐργάζεσθαι. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 1 5:4)

Synonyms

  1. hard to hold in

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION