헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δρόμος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δρόμος δρόμου

형태분석: δρομ (어간) + ος (어미)

어원: dramei=n

  1. 종족, 가족, 겨레
  2. 경주로, 한 바퀴
  3. 길, 경로, 코스
  1. race, running
  2. racetrack
  3. course, path

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δρόμος

종족이

δρόμω

종족들이

δρόμοι

종족들이

속격 δρόμου

종족의

δρόμοιν

종족들의

δρόμων

종족들의

여격 δρόμῳ

종족에게

δρόμοιν

종족들에게

δρόμοις

종족들에게

대격 δρόμον

종족을

δρόμω

종족들을

δρόμους

종족들을

호격 δρόμε

종족아

δρόμω

종족들아

δρόμοι

종족들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν ὁ σκοπόσ. ἐγὼ ὁρῷ τὸν δρόμον τοῦ πρώτου ὡσ δρόμον Ἀχιμάασ υἱοῦ Σαδώκ. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύσ. ἀνὴρ ἀγαθὸσ οὗτοσ καί γε εἰσ εὐαγγελίαν ἀγαθὴν ἐλεύσεται. (Septuagint, Liber II Samuelis 18:27)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 18:27)

  • αἱ δὲ καὶ προσαρτίωσ ἐσταλμέναι τοὺσ πρὸσ ἀπάντησιν διατεταγμένουσ παστοὺσ καὶ τὴν ἁρμόζουσαν αἰδὼ παραλείπουσαι, δρόμον ἄτακτον ἐν τῇ πόλει συνίσταντο. (Septuagint, Liber Maccabees III 1:19)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 1:19)

  • καὶ Ἐνδυμίων μὲν τὰ ἐσ τὴν σεληναίην συνετάξατο,^ Φαέθων δὲ τοῦ ἠελίου δρόμον ἐτεκμήρατο, οὐ μέν γε ἀτρεκέωσ, ἀλλ’ ἀτελέα τὸν λόγον ἀπολιπὼν ἀπέθανεν. (Lucian, De astrologia, (no name) 18:1)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 18:1)

  • τόφρα δὲ Δαρδανίην καὶ Τρώιον οὖδασ ἀμείψασ Ἰσμαρίδοσ μεθέηκε παραπλώων στόμα λίμνησ, αἶψα δὲ Θρηικίοιο μετ’ οὔρεα Παγγαίοιο Φυλλίδοσ ἀντέλλοντα φιλήνοροσ ἔδρακε τύμβον καὶ δρόμον ἐννεάκυκλον ἀλήμονοσ εἶδε κελεύθου, ἔνθα διαστείχουσα κινύρεο, Φυλλίσ, ἀκοίτην δεχνυμένη παλίνορσον ἀπήμονα Δημοφόωντα, ὁππότε νοστήσειεν Ἀθηναίησ ἀπὸ δήμων. (Colluthus, Rape of Helen, book 1108)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1108)

유의어

  1. 종족

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION