δουλείᾱ
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
δουλείᾱ
δουλείας
형태분석:
δουλει
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 속박, 감금, 징역
- slavery, bondage
- servility
- group of slaves
- service for hire
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- βάδιζε, εἰπὸν τοῖσ υἱοῖσ Ἰσραὴλ λέγων. ἐγὼ Κύριοσ καὶ ἐξάξω ὑμᾶσ ἀπὸ τῆσ δυναστείασ τῶν Αἰγυπτίων καὶ ρύσομαι ὑμᾶσ ἐκ τῆσ δουλείασ καὶ λυτρώσομαι ὑμᾶσ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ κρίσει μεγάλῃ (Septuagint, Liber Exodus 6:6)
(70인역 성경, 탈출기 6:6)
- Εἶπε δὲ Μωυσῆσ πρὸσ τὸν λαόν. μνημονεύετε τὴν ἡμέραν ταύτην, ἐν ᾗ ἐξήλθετε ἐκ γῆσ Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείασ. ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγεν ὑμᾶσ Κύριοσ ἐντεῦθεν. καὶ οὐ βρωθήσεται ζύμη. (Septuagint, Liber Exodus 13:3)
(70인역 성경, 탈출기 13:3)
- ἐὰν δὲ ἐρωτήσῃ σε ὁ υἱόσ σου μετὰ ταῦτα λέγων. τί τοῦτο̣ καὶ ἐρεῖσ αὐτῷ, ὅτι ἐν χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγε Κύριοσ ἡμᾶσ ἐκ γῆσ Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείασ. (Septuagint, Liber Exodus 13:14)
(70인역 성경, 탈출기 13:14)
- ἐγώ εἰμι Κύριοσ ὁ Θεόσ σου, ὅστισ ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆσ Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείασ. (Septuagint, Liber Exodus 20:2)
(70인역 성경, 탈출기 20:2)
- καί μνησθήσομαι διαθήκησ αὐτῶν τῆσ προτέρασ, ὅτε ἐξήγαγον αὐτοὺσ ἐκ γῆσ Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείασ ἔναντι τῶν ἐθνῶν, τοῦ εἶναι αὐτῶν Θεόσ. ἐγώ εἰμι Κύριοσ. (Septuagint, Liber Leviticus 26:45)
(70인역 성경, 레위기 26:45)
유의어
-
group of slaves
-
service for hire
- θητεία (봉사, 복무, 월세)
- λάτρευμα (봉사, 복무, 월세)
- ὑπηρεσία (봉사, 복무)
- λατρεία (봉사, 복무)
- δρηστοσύνη (봉사, 복무)
- δούλευμα (봉사, 복무)
- διακονίᾱ (봉사, 복무)
- ὑπηρέτησις (봉사, 복무)