- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δόρυ?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: dory 고전 발음: [도뤼] 신약 발음: [도뤼]

기본형: δόρυ δόρατος

형태분석: δορατ (어간)

어원: in attic Poets, gen. δορός

  1. 나무, 줄기, 대, 그루
  2. 창, 극점, 포크 모양의 막대, 기둥, 폴란드인, 작은 창
  1. wood, tree, stem
  2. spear shaft, spear, lance, pole, lance

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δόρυ

나무가

δόρατε

나무들이

δόρατα

나무들이

속격 δόρατος

나무의

δοράτοιν

나무들의

δοράτων

나무들의

여격 δόρατι

나무에게

δοράτοιν

나무들에게

δόρασι(ν)

나무들에게

대격 δόρυ

나무를

δόρατε

나무들을

δόρατα

나무들을

호격 δόρα

나무야

δόρατε

나무들아

δόρατα

나무들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐξῆλθε δὲ ὁ πρωτότοκος πυρράκης, ὅλος ὡσεὶ δορὰ δασύς. ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἡσαῦ. (Septuagint, Liber Genesis 25:25)

    (70인역 성경, 창세기 25:25)

  • ἐπὶ πᾶσι δὲ πῦρ ἀνακαύσας ἐπέθηκε φέρων αὐτῇ δορᾷ τὴν αἶγα καὶ αὐτοῖς ἐρίοις τὸ πρόβατον ἡ δὲ κνῖσα θεσπέσιος καὶ ἱεροπρεπὴς χωρεῖ ἄνω καὶ εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν ἠρέμα διασκίδναται. (Lucian, De sacrificiis, (no name) 13:4)

    (루키아노스, De sacrificiis, (no name) 13:4)

  • " τοῦτο μὲν οὖν ὡς ἦν ἄρα τοιοῦτο ἡ δορὰ ἥ τε Μαρίου στρατεία μηνύει, ἐκεῖνο μέντοι τὸ λεγόμενον ὑπὸ τοῦ ἱστοριογράφου οὔκ ἐστι πιστόν, ὡς εἰσί τινες κατὰ τὴν Λιβύην ὀπισθονόμοι καλούμενοι βόες διὰ τὸ μὴ ἔμπροσθεν αὐτοὺς πορευομένους νέμεσθαι, ἀλλ εἰς τοὐπίσω ὑποχωροῦντας τοῦτο ποιεῖν εἶναι γὰρ αὐτοῖς ἐμπόδιον πρὸς τὴν τοῦ κατὰ φύσιν νομὴν τὰ κέρατα οὐκ ἄνω ἀνακεκυφότα, καθάπερ τὰ τῶν λοιπῶν ζῴων, ἀλλὰ κάτω νενευκότα καὶ ἐπισκοτοῦντα τοῖς ὄμμασι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 6410)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 6410)

  • τίς μετάστασις πόνων, οὓς πρόσθεν εἶχες δεσπότῃ χάριν φέρων, ὑμεῖν ὃς αἰεὶ νεβρίνῃ καθημμένος δορᾷ χεροῖν τε θύρσον εὐπαλῆ φέρων ὄπισθεν εὐίαζετ ἀμφὶ τὸν θεὸν σὺν ἐγγόνοις νύμφαισι καὶ π<αί>δων ὄχλῳ· (Sophocles, Ichneutae 18:3)

    (소포클레스, Ichneutae 18:3)

  • βραχύς, χυτρώδης, ποικίλῃ δορᾷ κατερρικνωμένος. (Sophocles, Ichneutae 25:8)

    (소포클레스, Ichneutae 25:8)

유의어

  1. 나무

관련어

명사

형용사

동사

접속사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION