Ancient Greek-English Dictionary Language

δισσός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δισσός δισσή δισσόν

Structure: δισς (Stem) + ος (Ending)

Etym.: di/s

Sense

  1. twofold, double
  2. (in the plural) two
  3. (figuratively) divided, disagreeing in mind
  4. doubtful, ambiguous

Examples

  • μὴ ἀπειθήσῃσ φόβῳ Κυρίου καὶ μὴ προσέλθῃσ αὐτῷ ἐν καρδίᾳ δισσῇ. (Septuagint, Liber Sirach 1:29)
  • ‐ τὸν δὲ τῆσ νεοσφαγοῦσ Πολυξένησ ἐπίσχεσ, Ἀγάμεμνον, τάφον, ὡσ τώδ’ ἀδελφὼ πλησίον μιᾷ φλογί, δισσὴ μέριμνα μητρί, κρυφθῆτον χθονί. (Euripides, Hecuba, episode, iambics 6:27)
  • γογγυλίδοσ δισσὴ γὰρ ἰδ’ ἐκ ῥαφάνοιο γενέθλη μακρή τε στιφρή τε φαείνεται ἐν πρασιῇσι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 8 2:2)
  • γογγυλίδοσ δισσὴ γὰρ ἰδ’ ἐκ ῥαφάνοιο γενέθλη μακρή τε στιφρή τε φαείνεται ἐν πρασιῇσι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 11 1:1)

Synonyms

  1. twofold

  2. two

  3. divided

  4. doubtful

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION