διάταξις
Third declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διάταξις
διατάξεως
Structure:
διαταξι
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- disposition, arrangment
- command
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- δ ἐν ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ, ἐν μηνὶ Βαὰλ συνετελέσθη ὁ οἶκοσ εἰσ πάντα λόγον αὐτοῦ καὶ εἰσ πᾶσαν διάταξιν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber I Regum 6:5)
- καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, δεῖξον τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ τὸν οἶκον, καὶ κοπάσουσιν ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. καὶ τὴν ὅρασιν αὐτοῦ καὶ τὴν διάταξιν αὐτοῦ, (Septuagint, Prophetia Ezechielis 43:10)
- Λακεδαιμονίουσ δὲ ἅμα τῷ πρῶτον ἐκβῆναι τὴν Λυκούργου διάταξιν, ἐκ μεγίστων ταπεινοτάτουσ γενέσθαι καὶ τὴν τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίαν ἀποβαλόντασ κινδυνεῦσαι περί ἀναστάσεωσ, ἐκεῖνο μέντοι τῷ Νομᾷ μέγα καὶ θεῖον ὡσ ἀληθῶσ ὑπάρχει, τὸ ξένῳ τε μεταπέμπτῳ γενέσθαι καὶ πάντα πειθοῖ μεταβαλεῖν, καὶ κρατῆσαι πόλεωσ οὔπω συμπεπνευκυίασ, μήτε ὅπλων δεηθέντα μήτε βίασ τινόσ, ὡσ Λυκοῦργοσ ἐπὶ τὸν δῆμον ἦγε τοὺσ ἀρίστουσ, ἀλλὰ σοφίᾳ καὶ δικαιοσύνῃ πάντασ προσαγαγόμενον καὶ συναρμόσαντα. (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 4 8:1)
- ἐπεὶ δὲ καὶ τὸν Ὀπίμιον καταστήσαντεσ ὕπατον τῶν νόμων πολλοὺσ διέγραφον καὶ τὴν Καρχηδόνοσ ἐκίνουν διάταξιν, ἐρεθίζοντεσ τὸν Γάϊον, ὡσ ἂν αἰτίαν ὀργῆσ παρασχὼν ἀναιρεθείη, τὸν μὲν πρῶτον χρόνον ἐκαρτέρει, τῶν δὲ φίλων καὶ μάλιστα τοῦ Φουλβίου παροξύνοντοσ ὡρ́μησε πάλιν συνάγειν τοὺσ ἀντιταξομένουσ πρὸσ τὸν ὕπατον. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 13 1:1)
- "οὐδεὶσ οὖν ἔπαινοσ ἄξιοσ ἂν γένοιτο τῶν ἐπὶ ταῦτα τὰ πάθη τὰ θηριώδη νόμουσ θεμένων καὶ πολιτείασ καὶ ἀρχὰσ καὶ νόμων διάταξιν. (Plutarch, Adversus Colotem, section 31 1:1)
Synonyms
-
disposition
-
command
- ἐπιτακτήρ (a commander)
- ἥγησις (command)
- ἡγητήρ (a commander)
- πεντακοσιάρχης (the commander of)
- ἐφέτης (a commander)
- διλοχῑ́της ( a commander of a δῐλοχίᾱ )
- ἁρμόστωρ (a commander)
- ταγοῦχος (holding command)
- ἐπίταξις (a command, order)
- κελευσμός (an order, command)
- μυριάρχης (commander of, men)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- ταγός (a commander, chief)
- συστράτηγος (a joint-commander)
- ὀπισθοφυλακία (the command of the rear)
- δεκάδαρχος (a commander of ten)
- δίοπος (a ruler, commander)
- διακέλευμα (an exhortation, command)
- ἱππαρμοστής (a commander of cavalry)
- ἀγγελίᾱ (instruction, command)
- πρόσταξις (ordinance, command)
- πρόσταγμα (an ordinance, command)
- ἐντολή (commandment, ordinance)
- πειθαρχία (obedience to command)
- στρατοπεδάρχης (a military commander)
- τριηραρχία (the command of a trireme)